Ο ΠΑΓΑΠΟΝΤΗΣ

Παλαιότερα το επάγγελμα του Ψαρά δεν απαιτούσε ιδιαίτερες γνώσεις και συνήθως οι Ψαράδες μάθαιναν από τους γονείς ή συγγενείς τα μυστικά του. Οι βάρκες δεν διέθεταν τα σύγχρονα μηχανήματα όπως συστήματα πλοήγησης, εντοπισμού θέσης, και ασυρμάτους. Ένας καλός ψαράς χρειαζόταν μόνο να έχει αγάπη για τη θάλασσα, να είναι εργατικός και επιδέξιος, και να διαβάζει τον ουρανό και τα άστρα, καθώς και να αντιλαμβάνεται τις καιρικές αλλαγές.

Ο Βασίλης από μικρός κατάφερε με την αγάπη που είχε για τη θάλασσα να γίνει ένας σπουδαίος ψαράς όπου η φήμη του ξεπέρασε το μικρό χωριό του και έφτασε στα πέρατα της Πάφου. Ξανοιγόταν στα πέλαγα και είχε να αντιμετωπίσει το υγρό στοιχείο με τους πολλούς κινδύνους, πολλές φορές σε κακές και άστατες καιρικές συνθήκες. Κυρίως ψάρευε τις νύχτες και επέστρεφε τα ξημερώματα με το κρύο, την υγρασία, τον ήλιο και τις τρικυμίες να τον ταλαιπωρούν πολύ συχνά.

Είχε σωματική ρώμη και τα κατάφερνε καλά, αλλά το ψάρεμα με τα δίχτυα ήταν δύσκολο και κοπιαστικό, γι’ αυτό αποφάσισε να προσλάβει ένα βοηθό.

 

Ο Δημήτρης ήταν ο αργόσχολος του χωριού και την έβγαζε στο καφενείο κουβεντιάζοντας και φιλοσοφώντας με τους απόμαχους ξωμάχους που έσπαζαν τις ατέλειωτες ώρες της ανίας τους και αυτοί στο καφενείο.

Ήταν χαρωπός, ανοιχτόκαρδος, και ευπροσήγορος. Είχε μια χάρη στο λόγο και οι γεροντότεροι τον συμπαθούσαν, αλλά χωρίς να τον ντρέπονται του χτυπούσαν κατάμουτρα το κουσούρι του, δηλαδή πως ήταν ανεπρόκοπος και δεν είχε όρεξη για δουλειά.

Αλλά αυτός τους απαντούσε πως αγαπούσε την εργασία, απλά είχε όνειρα να κάνει μεγάλα πράγματα, και δεν του άρμοζε να γίνει μισταρκός σε κανένα. Απλώς περίμενε τις κατάλληλες συγκυρίες.

Με τον Βασίλη έκαναν παρέα όταν ο καιρός ήταν κακός για ψάρεμα, και στη μικρή ταβέρνα του Φκωνή έπιναν τα κρασάκια τους τις κρύες νύχτες του Χειμώνα καθισμένοι σε ένα παλιό τραπέζι δίπλα στη φωτιά που άναβε στη νηστιά. Δεν τον πείραζε τον Βασίλη που κερνούσε πάντα αυτός, αφού ήξερε πως ο αργόσχολος φίλος του ήταν πάντα απένταρος.

Μια τέτοια βραδιά, ο Δημήτρης του φανέρωσε τις σκέψεις του και του ζήτησε δουλειά. Του εκμυστηρεύθηκε πως έπρεπε να εργαστεί, να φτιάξει ένα μικρό κεφάλαιο για να ανοίξει στην πόλη ένα μπακάλικο. Ο Βασίλης ξαφνιασμένος για την φτωχή επιλογή που διάλεξε ο φίλος του καθώς ήξερε τα μεγάλα όνειρα που είχε, τον ρώτησε γιατί. Και αυτός του απάντησε, θα δεις πως ένας μικρός Μπακάλης σε μια μικρή πόλη με την εξυπνάδα που διέθετε ο ίδιος, μπορούσε γρήγορα να πιάσει την καλή.

 

 Έπιασε δουλειά στο Βασίλη, και έγινε ο βοηθός του. Είχε περισσή όρεξη και έμαθε πολύ γρήγορα τη δουλειά του ψαρά. Καθώς είχε βάλει σχέδιο στο μυαλό του να γίνει γρήγορα ένας επιτυχημένος Μπακάλης, δούλευε σκληρά για να αποχτήσει γρήγορα το κεφάλαιο που χρειαζόταν.

Μέσα στη βάρκα με τις ώρες οι δυο φίλοι έγιναν περισσότερο φίλοι, και ο Βασίλης ευχαριστημένος με την απόδοση του, του έδινε μεγαλύτερο μεροκάματο.

Και ο καιρός περνούσε, πέρασε πολύς καιρός. Όταν επιτέλους ήρθε η ευλογημένη ώρα, με το μικρό κεφάλαιο που μάζεψε και με ένα μικρό δάνειο που του έδωσε ο Βασίλης, μάζεψε τα πράγματα του και έφυγε για την πόλη.

 

Στη πόλη ο Δημήτρης διάλεξε ένα καλό πόστο στο κέντρο του παζαριού, και νοίκιασε ένα μικρό μαγαζί. Έστησε ράφια και τα γέμισε με προϊόντα που αγόρασε άλλα επι πληρωμή και άλλα βερεσέ. Έστησε και ένα πάγκο και πάνω έβαλε μια μηχανοκίνητη ταμιακή μηχανή στην οποία χτυπούσε τα ψωνίσματα.

Έβαλε και μια ταπέλλα που έγραφε «Παντοπωλείο Εδώδιμα και αποικιακά» λέξεις που φιγουράριζαν στα καλά παντοπωλεία. Μέσα έβαλε απ’ όλα σε σημείο που διερωτάτο κάποιος πως σε τόσο μικρό χώρο χωρούσαν τα πάντα. Λάδι, ξύδι, ρύζι, όσπρια, ζάχαρη, ζυμαρικά, μπαχαρικά, τσάι, ζιβανία, κρασί, ούζο, λάμπες, λαμπόγυαλα, κουβαρίστρες, σπάγκους, νήματα, τετράδια, μολύβια, μπογιές, σακοράφες, σπόντες, τσακμάκια, φυτίλια, ασετιλίνη πετρέλαιο.

Ξεκίνησε καλά, και επειδή είχε ποικίλη πραμάτεια, οι άνθρωποι τον υποστήριξαν και έκαμε πολλούς πελάτες. Ανελίχθηκε και πρόκοψε γρήγορα και όλοι τον θαύμαζαν. Το μικρό μπακάλικο έγινε παντοπωλείο, ύστερα υπεραγορά, και τέλος πολυκατάστημα. Ο Δημήτρης έγινε μεγαλοαστός, απέκτησε περιουσία και λογαριαζόταν πλούσιος.

Και περνούσαν τα χρόνια…

Με τον ερχομό του χειμώνα αλάγια σορκών ψάχνουν τροφή στα ρηχά νερά, και το ψάρεμα τους είναι εύκολο. Ήταν τέλη φθινοπώρου θυμάται ο Βασίλης, με τη βάρκα του ψάρευε σορκούς στο Δήμμα, ίσα με τριάντα μέτρα από την ακτή. Καθόταν στη βάρκα του και απολάμβανε τον καλό καιρό με τις ακτίνες του ήλιου από ψηλά να τον ζεσταίνουν ευχάριστα, και βυθισμένος στις σκέψεις του χωρίς να βιάζεται, είχε ριγμένες τις πετονιές και με στωική υπομονή ανάμενε τα ψάρια να τσιμπήσουν. Αγναντεύοντας τα βάθη της θάλασσας είχε την πλάτη στην ακτή και το βλέμμα στον μακρινό ορίζοντα  όπου στην άκρια του ένα πλοίο της γραμμής άφηνε μια στήλη καπνού από το ψηλό φουγάρο.

Η θάλασσα σάλευε όσο μια σταλιά και την απόλυτη ησυχία της απανεμιάς διέκοπτε που και που το κράξιμο κάποιου γλάρου. Ήταν μια απόλυτη σιωπή που σπάνια συνέβαινε στις θάλασσες της Χλώρακας. Έξω στη στεριά επίσης συνέβαινε το ίδιο, καμία ανθρώπινη δραστηριότητα δεν υπήρχε, ήταν σαν όλη η πλάση να κοιμόταν.

Έμοιαζε με νεκρική σιγή, και αυτό υποσυνείδητα το ανησύχησε, ίσως σκέφτηκε να ήταν κακό προμήνυμα.

Ξαφνικά από την ακτή άκουσε θόρυβο, γύρισε και είδε ένα Austin να κυλά στην ανώμαλη ακρογιαλιά. Το αναγνώρισε, ήταν του Δημήτρη. Σήκωσε το χέρι και τον χαιρέτησε, το ίδιο έκανε και ο Φίλος του που αφού κατέβηκε από το αυτοκίνητο σήκωσε τα δυο χέρια και με έντονες κινήσεις του έγνεφε πώς τον ήθελε. Του έγνεψε και ο Βασίλης και τον κάλεσε να βουτήξει, να πάει κοντά του.

Ο Δημήτρης έβγαλε τα ρούχα,  βούτηξε στη θάλασσα, και με μεγάλες οργιές διένυσε την μικρή απόσταση και ανέβηκε στη βάρκα. Αφού είπαν ένα δυο κουβέντες τυπικές, ο Βασίλης τον ρώτησε τι τον ήθελε τόσο επείγον που τον έκανε να φύγει από την πόλη, από την εργασία του για να τον συναντήσει.

Έκπληκτος τον άκουσε να του ζητά να τον προσλάβει ξανά ως βοηθό του.

Ο Δημήτρης διέθετε ένα πολυμήχανο μυαλό και αποφάσισε χωρίς ηθικούς φραγμούς να εκμεταλλευτεί την εξυπνάδα του. Γνώριζε πολλούς τρόπους να προσκομίζεται χρήματα, αλλά αποφάσισε πως τιμιότερος ήταν η κατά λάθος μικροκλοπή. Δεν θα έκλεβε φανερά, αλλά κατά λάθος. Γι αυτό σκέφτηκε να φτιάξει μια επιχείρηση που θα του έδινε τον τρόπο της κατά λάθος υπερχρέωσης των πελατών. Μικρές δικαιολογημένες υπερχρεώσεις που δεν θα έδιναν δικαίωμα σε κανέναν να σκεφτεί ότι ήταν σκόπιμη απάτη. Αποφάσισε πως από τον πάγκο ενός μπακάλικου όπου τα προϊόντα τοποθετούνται στην μια μεριά και αφού χρεωθούν περνούν στην άλλη για να τα παραλάβει ο πελάτης, εύκολα μέσα στα πολλά μπορεί να χρεωθεί κατά λάθος και ένα άλλο.

Τοποθέτησε λοιπόν πάνω στον πάγκο παράμερα σε μια μεριά μια σκόνη πλυσίματος και έναν τενεκέ λάδι. Ανάλογα με το ψώνισμα των πελατών, χτυπούσε στη μηχανή πότε το ένα είδος και πότε το άλλο. Αν ο πελάτης ψώνιζε μικρές ποσότητες χρέωνε επιπλέον μια σκόνη πλυσίματος, αν ψώνιζε πολλά, χτυπούσε στη μηχανή επιπλέον τον τενεκέ με το λάδι. Ήταν πολύ προσεχτικός, και υπερχρέωνε μόνο τους πλούσιους πελάτες καθώς ήξερε πως οι φτωχοί συνήθως ελέγχουν το ψώνισμα τους.

Έτσι ο καιρός περνούσε, και οι τσέπες του γέμιζαν. Όταν οι πελάτες ανακάλυπταν την υπερχρέωση και ανέλυαν τα προϊόντα που ψώνισαν και έβλεπαν πως χρεώθηκαν επι πλέον μια σκόνη ή έναν τενεκέ λάδι, αυτός είχε δικαιολογία ότι εφ όσον το επι πλέον προϊόν ήταν στον πάγκο που ίσως κάποιος προηγούμενος πελάτης είχε ξεχάσει εκεί, συνέβηκε απλά ένα λάθος, αφαιρούσε το επί πλέον ποσό, και ο πελάτης χωρίς παράπονο για ένα λάθος, δεν σκεφτόταν κακοπροαίρετα.

Όσο ο χρόνος περνούσε, ο Δημήτρης γινόταν μέγας και τρανός. Αγόρασε περιουσίες, σπίτια και μετοχές. Λογαριαζόταν ένας ευυπόληπτος πλούσιος επιχειρηματίας και έχαιρε σεβασμού και θαυμασμού, καθώς ένα φτωχόπαιδο κατάφερε με την εξυπνάδα και την εργατικότητα του να επιτύχει και να προκόψει.

Όμως όπως ο Μένανδρος είπε «εκ των γυναικών όλλυται κόσμος άπας», το ίδιο έπαθε και αυτός. Έμπλεξε με μια σκρόφα που την εμπιστεύτηκε και της είπε τα μυστικά του, και όταν δυστηχώς ήρθε ένας καιρός που την παράτησε για το χατίρι μιας άλλης, αυτή πληγωμένη και θέλοντας εκδίκηση, ομολόγησε τις μπαγαποντιές του στον κόσμο και στην αστυνομία.

Έτσι άρχισε η πτώση από τα ψηλά στα χαμηλά. Η φήμη του καταρρακώθηκε, η εμπιστοσύνη χάθηκε, οι πελάτες λιγόστεψαν, αραίωσαν, χάθηκαν. Αυτός σε ένα πείσμα εγωισμού και περηφάνιας προσπάθησε με άπαντες τις δυνάμεις να κρατήσει και να αναστηλώσει την επιχείρηση του, ώσπου μια μέρα ξύπνησε τελείως απένταρος και όλη του την περιουσία υποθηκευμένη στις τράπεζες και στους τοκογλύφους.  

Ο Βασίλης άκουσε έκπληκτος αυτή την εκπληκτική εξομολόγηση και έμεινε σκεπτικός. Από την μια θαύμασε την πονηριά του, από την άλλη τη ξεκουτιά του. Δεν έκρινε την μπαγαποντιά του γιατί άνθρωπος του παζαριού ο ίδιος, είχε γνωρίσει όλες τις κάστες ανθρώπων και είχε διαπιστώσει πως η πλειονότης την είχε έμφυτη. Γιατί λοιπόν να εκπλαγεί με τον φίλο του ο οποίος εξ άλλου έκανε μικρές αλλά έξυπνες απάτες; Έπαιρνε λίγα από πολλούς χωρίς τοιουτοτρόπως να επιβαρύνει τις τσέπες τους παρά ελάχιστα, έτσι που τα λίγα από τον καθένα για τον ίδιο γίνονταν πολλά…

Αφού έμεινε λίγη ώρα σκεπτικός, αποφάνθηκε πως μάλλον ο φίλος του επηρεάστηκε από την ταινία Ρομπέν των Δασών που μαζί είδαν μικροί στο σινεμά του Λεωνίδα και κατέβασε ιδέες.