ΤΟ ΧΡΥΣΟ ΡΟΛΟΪ

Ο Βασίλης ως νεανίας στα άλμπουρα μιας ηλικίας που δεν λογάριαζε κινδύνους και η αφοβιά κυριαρχούσε στο είναι του, όταν έπλεε τη βάρκα του στις ανοιχτές θάλασσες, καμιά φορά που νύσταζε και τα κύματα ήταν ήρεμα, έγερνε στην κουπαστή και αποκοιμιόταν. Δεν φοβόταν μην παρασυρθεί από τα ρεύματα διότι ο ύπνος του ήταν λίγος, και πάντα ξυπνούσε έγκαιρα για να επανακαθορίσει την πορεία του. Του άρεσαν αυτές οι στιγμές γιατί ήταν μια ανάπαυλα στην ταραχώδη εργασία του, δεν σκεφτόταν αν θα πιάσει ψάρια, δεν σκεφτόταν αν θα θρέψει την γριά μάνα του και την μικρή αδερφή του. Λαγοκοιμόταν και η ψυχή του ηρεμούσε και αγαλιούσε κυρίως όταν στα  ονείρατα του ο Μορφέας εμφανιζόταν ως μια άλλη μορφή, ως μια συγκεκριμένη γοργόνα που γι αυτήν ο Βασίλης ένιωθε αιώνια ευγνωμοσύνη καθώς μια φορά όταν μικρός ξανοίχτηκε στα βαθιά και η θάλασσα απότομα αγρίεψε και ο καιρός σκοτείνιασε, και τα κουπιά του έσπασαν και δεν είχε σωτηρία, σαν από μηχανής Θεά φανερώθηκε ανάμεσα στα κύματα μια γοργόνα, η αδερφή του Μέγα Αλέξανδρου η καλή νεράιδα που ήταν βοηθός των ανθρώπων και τον βοήθησε.

Για το Βασίλη η θάλασσα στο Δήμμα ήταν η ζωή του. Τη δεκαετία του ‘50, με τη μικρή του ψαρόβαρκα που έγραφε πάνω το όνομά του, ξανοιγόταν από τα ξημερώματα στο πέλαγο και αφηνόταν στην ηρεμία του απέραντου γαλάζιου. Δεν του έμεινε φόβος από όσα τραγικά έζησε στο υπερφυσικό περιβάλλον της θάλασσας, παρα μόνο από τις δυσκολίες που του προέκυψαν, απόκτησε πολλές εμπειρίες αργότερα πολύ υποβοηθητικές στο δύσκολο επάγγελμα του.

Θυμόταν σαν να ήταν χτες που η καλή γοργόνα τον βοήθησε να γλυτώσει. Πολλές φορές στον ξύπνιο και στον ύπνο του έβλεπε την ωραία μορφή της να του χαμογελά. Την θεωρούσε φύλακα Άγγελο, μάνα, μοίρα, αγαπητικιά, και συντρόφισσα της μοναξιάς του.

Έτσι εκείνη τη δροσερή μέρα καθώς έγειρε στη κουπαστή να ξαποστάσει, τα βλέφαρα του βάρυναν και τα μάτια του έκλεισαν σε ένα ελαφρύ ύπνο. Με νανούρισμα τον ήχο των ελαφριών κυμάτων που έσμιγαν με το απαλό αγέρι του νοτιά, παραδόθηκε στην αγκαλιά του Μορφέα.

Και τον πήρε από το χέρι ο Μορφέας και τον παρέδωσε στη καλή γοργόνα την αδερφή του Μέγα Αλέξανδρου και αυτή με μια αγκαλιά τον άρπαξε και τον παρέσυρε μαζί της στους βυθούς των Ωκεανών. Και ταξίδεψαν μακριά στα πέρατα και στις άκριες των θαλασσών σε ένα ταξίδι μαγικό και ονειρεμένο, μέσα στα γαλανά νερά που άλλοτε φωτεινά και άλλοτε σκοτεινά ενάλλασαν τη μεγαλοπρέπεια της θέας του βυθού με τα πολλά μυστικά που έκρυβε.

‘Ένα ταξίδι όμορφο σε μια θάλασσα γεμάτη ζωή και αξεπέραστες ομορφιές με σπάνια είδη ψαριών, υφάλους, κοράλλια, απέραντη ξανθή άμμο, οάσεις γιγάντιων φυκιών, κάμπους από πανέμορφα σφουγγάρια, παλιά ναυάγια και πολλά άλλα που δεν τα βάνει ο νους.

Ο ήχος του βυθού σαν βάλσαμο αντηχούσε στα αφτιά του ενώ διέσχιζαν με ιλιγγιώδη ταχύτητα τις αποστάσεις και όλο πήγαιναν μακρύτερα σε καινούργιες θάλασσες με περισσότερα αφανέρωτα πράγματα, σαν ταινία σινεμά, και αυτός θεατής παρακολουθούσε και παρακαλούσε το ταξίδι να μην τέλειωνε ποτέ.

Θησαυροί απλωμένοι από ναυάγια πλοίων, άλλα τσακισμένα από τις τρικυμίες και άλλα ανέπαφα που βυθίστηκαν αύτανδρον.

 Και τέλος πριν το ονειρικό ταξίδι τελειώσει, άραξαν να ξεκουραστούν στην πρύμη ενός βυθισμένου καραβιού αλλιώτικου από τα άλλα. Ανέπαφο και σε κατάσταση που ο χρόνος δεν άγγιξε, ένα παλιό Πειρατικό καθισμένο στην άμμο όπως να βούλιαξε εχτές και έλειπαν μόνο οι ναύτες.

Ο Βασίλης εκστασιασμένος από τα όσα όμορφα είδε, άφησε την αγκαλιά της καλής γοργόνας και προχώρησε και ανέβηκε στη γέφυρα του πλοίου, μια καμπίνα λίγο ψηλότερα από το κατάστρωμα. Ανέπαφα χωρίς ίχνος καταστροφής, όλα τα αντικείμενα ήταν στη θέση τους και πάνω στο τραπέζι δίπλα από τα εργαλεία που ο Καπετάνιος χάρασσε πορεία, ένα χρυσό ρολόι που η αλυσίδα του και αυτή χρυσή, λαμπύριζε στο γαλάζιο φως της θάλασσας.

Του άρεσε πολύ του Βασίλη το παλιό ρολόι, και σκέφτηκε να το πάρει για να θυμάται το όμορφο ταξίδι. Το έβαλε στη τσέπη έτοιμος να συνεχίσει το ωραίο ταξίδι με την καλή γοργόνα, όταν ξαφνικά ένα ταρακούνημα τον έκανε να αναπηδήσει. 

Απότομα όπως όλα άρχισαν, έτσι τέλειωσαν. Είχε σηκώσει θάλασσα και ένα κύμα ταρακούνησε τη βάρκα. Κατάλαβε πως όλα ήταν στο όνειρο του, και καθώς τώρα ξεκούραστος, ξεκίνησε τη μηχανή και συνέχισε την πορεία του.

Κάτι τέτοιες φορές που ξεκουραζόταν στην κουπαστή της βάρκας με παρέα τον Μορφέα, πολύ του άρεσαν, αλλά σήμερα ευχαριστήθηκε περισσότερο καθώς ο καλός Θεός του ύπνου του έστειλε για παρέα την καλή γοργόνα την αδερφή του Μέγα Αλέξανδρου, που τον είχε βοηθήσει εκείνη τη φορά να μην πνιγεί, και σαν από θαύμα να σωθεί. 

Όταν το σούρουπο άρχισε να έρχεται, γύρισε το τιμόνι και έβαλε πλώρη για το Δήμμα, το απάνεμο λιμανάκι στα νότια ακρογιάλια της Χλώρακας. Ήταν ευχαριστημένος, πέρασε άλλη μια ήρεμη μέρα χωρίς έγνοιες με τα ψάρια που ψάρεψε να είναι αρκετά για τον επιούσιο της οικογένειας του.

Έτσι περνούσε τον καιρό του και εκτός από τα όνειρα που έκανε για το μέλλον όταν θα μεγάλωνε, του άρεσε αυτή η απόλυτη ηρεμία μακριά από τους ανθρώπους και το θόρυβο της πολυκοσμίας. Καθημερινά αυτή ήταν η ζωή του, μόνος του ή με κάποιους φίλους του, κάθε μέρα στη θάλασσα να αγωνίζεται για να πιάσει ψάρια. Ένα δύσκολο επάγγελμα, όμως ωραίο τόσο που μόνο οι ναυτικοί γνωρίζουν, και όσοι έμαθαν να αγαπούν τη θάλασσα και να τη μάχονται χωρίς να τη φοβούνται.

Μπήκε με χαμηλή ταχύτητα στο μικρό λιμανάκι και έδεσε τη βάρκα. Μάζεψε στο ζεμπίλι τα ψάρια, και με ένα σάλτο πήδηξε στη στεριά για να πάρει το κακοτράχαλο μονοπάτι που θα τον έβγαζε στο χωριό, στο σπίτι του.

Με το σάλτο όμως, ένοιωσε ένα βαρίδι στη τσέπη του να τον χτυπά στον μηρό. Παραξενεύτηκε αφού τις είχε άδειες, και έβαλε το χέρι μέσα. Βγάζοντας το, μέσα στην παλάμη αντίκρυσε ένα όμορφο χρυσό ρολόι με την αλυσίδα να κρεμιέται από τα δάχτυλα του. Αποσβολωμένος έμεινε σαν στήλη άλατος χωρίς να μπορεί να καταλάβει.

Όμως όταν το σοκ λίγο πέρασε, βρήκε τη λύση. Ήξερε πως όλα αυτά μόνο στα παραμύθια και στα όνειρα συμβαίνουν, άρα ακόμα έβλεπε όνειρο, ακόμα κοιμόταν και ο Μορφέας του σκάρωνε παιχνίδια. 

Πήρε λοιπόν το στενό μονοπάτι για το χωριό ο Βασίλης και ανηφορίζοντας το, άλλη σκέψη στο μυαλό δεν είχε παρά μόνο ήθελε να καταλάβει αν ακόμα ήταν στον ύπνο ή στον ξυπνητό του.