H ΤΡΑΤΑ ΤΗΣ ΠΑΦΟΥ, 1962

Ο πλούτος της βιοποικιλότητας της θάλασσας ήταν από ανέκαθεν τεράστιος, αλλά με τις τράτες να ψαρεύουν και να αλιεύουν ότι ζωντανό από το βυθό μέχρι την επιφάνεια, είχαν αποτέλεσμα να εκλείψει και να καταστραφεί ένα πολύ μεγάλο μέρος της.
Όταν οι ψαράδες ψάρευαν με κανιά και παραγάδια, ύστερα με μικρές βάρκες δίχτυα και καμάκια, η θάλασσα προλάβαινε και αναπλήρωνε τις απώλειες, έτσι που να δύναται ο άνθρωπος να συλλέγει απεριόριστα ψάρια για την τροφή του. Αλλά όταν η απληστία κυριάρχησε και χρησιμοποιήθηκαν σύγχρονα μέσα μαζικής αλίευσης όπως οι τράτες που από όπου περνούσαν συνέλεγαν τα πάντα, δυστυχώς με τον καιρό αυτή η βιοποικιλότητα λιγόστεψε σε επικίνδυνο βαθμό και σε σημείο ώστε οι ψαράδες να βρίσκουν ελάχιστο ψάρεμα και τοιουτοτρόπως να κινδυνεύει το επάγγελμα τους να εγκαταλειφθεί.
Τράτα είναι αλιευτικά δίχτυα σε σχήμα κώνου που ρίχνονται στη θάλασσα, και τα σέρνει ένα καΐκι, η λεγόμενη μηχανότρατα. Τα δίχτυα σχηματίζουν ένα μακρύ σάκο ο οποίος δημιουργείται όταν δένοντας στα πλευρά αλύσους ή άλλα βαρίδια ώστε με το βάρος να βυθίζονται οι άκριες, ενώ στη μέση δένονται μπαλόνια τα οποία επιπλέουν και κρατούν τη μέση των διχτύων στην επιφάνεια, έτσι που να δημιουργείται ένα χωνί που καταλήγει σε σάκο. Έχοντας μήκος 40 έως 60 μέτρα και άλλα περίπου 5 μέτρα ο σάκος, όπου σύρονται, περισυλλέγουν στο διάβα τους ότι είδους ψάρια υπάρχουν.
Η μηχανότρατα κατά την ώρα του ψαρέματος κινείται περίπου με ταχύτητα τριών μιλίων την ώρα, και ψαρεύει στα βαθιά όσο και στα ρηχά. Στα ρηχά πιάνει γαρίδες, σαυρίδια, κοκκοβιούς και άλλα μικρά, ενώ στα βαθιά καραβίδες, μπακαλιάρους, μπαρμπούνια, κουτσομούρες, όσα ψάρια ζουν στο βυθό. Η ρύθμιση του βάθους των διχτύων ρυθμίζεται από το μήκος των συρματόσχοινων που τα σέρνουν, σε συνδυασμό με την ταχύτητα του καϊκιού.
Το πλήρωμα αποτελείται από τον καπετάνιο, τον μηχανικό και πεντέξι βοηθούς, οι οποίοι εργάζονται με μερτικό, ή μεροκάματο
Ο καπετάνιος έχει το γενικό πρόσταγμα πότε να σηκώσουν τα δίχτυα και να αδειάσουν το σάκο στην κουβέρτα για να κάνουν αργότερα την διαλογή αφού ξανακαλάρουν. Η διαδικασία είναι σκληρή και κουραστική καθώς οι καλάδες γίνονται πολλές φορές νύχτα και μέρα.

Ο Βασίλης ή Αντρέας, μαζί όνομα και πατρώνυμο από τη Χλώρακα, ήταν νιος, λεβεντονιός, και είχε την περπατησιά περήφανη και κορτωμένη, κληρονομιά του μακαρίτη του πατέρα του που πεθαίνοντας ενωρίς, έμεινε τούτος φουκαράς και φτωχαδάκι, μόνος προστάτης της οικογένεια του.
Ψαράς, τρατάρης, ακόμα κι ξωμάχος, όπως λάχαινε, στο γιαλό και στη στεριά, πάσκιζε να βγάλει το καρβέλι. Με μια μικρή βαρκούλα τόσο δα, μια σαπιοβαρκούλα, στο γιαλό και στα πέλαα, ολημερίς και ολονυχτίς πάσκιζε σκληρά, αλλά δεν βαρυγγομούσε, καθώς του άρεσε γιατί ήταν ο ίδιος αφεντικό του εαυτού του. Μα τα πράγματα δύσκολα, πολλές φορές δεν έβγαινε το καρβέλι, έτσι μια φορά είπε να πάει να δουλέψει σε αφεντικό και να γίνει ο ίδιος βοηθός.

Εκείνη τη μέρα η θάλασσα ήταν στρωτή και ο καιρός δεν έδειχνε να προμηνύει μιά αλλαγή, και τα μηναλάγια έλεγαν πως ο καιρός θα συνεχιζόταν καλός. Η μηχανότρατα του Απάζη με καπετάνιο και πλήρωμα πλήρες, και φορτωμένη με τα χρειαζούμενα δίχτυα και στόρια, σάλπαρε από το λιμάνι της Πάφου και ξανοίχτηκε ένα μίλι στο πέλαος. Από εκεί με μισές στροφές και ταχύτητα τρία μίλια, έστριψαν κατά τη Λάρα και άρχισαν να καλάρουν..
Ο Αδάμος ο καπετάνιος από τη Ορμήδεια, όρθιος έπινε τον καφέ του και τους εξηγούσε πως θα πάνε δυτικά ως τις ξέρες του Φουρουρή στη Χλώρακα, και ύστερα ανάποδα προς την πέτρα του Ρωμιού.
-,Άκου που σας λέω, ο καιρός είναι καλός, θα πιάσουμε καλές ψαριές, ξέρω εγώ.
Με ύφος πολύξερου δεν δεχόταν αντίθετη γνώμη. Καμωνόταν πως ήταν σπουδαίος ναυτικός και πως γνώριζε καλά τη θάλασσα και πως ήξερε να διαβάζει τον καιρό. Με αυτά και άλλα λόγια τους καθησύχαζε και τους άππωνε και τους εμψύχωνε.
Ο Βασίλης μικρόν παιδί ακόμα, πήγε να ανοίξει το στόμα του να πει μια γνώμη, να ρωτήσει μήπως ο καιρός έμοιαζε ύποπτος καθώς καθόλου κύμα δεν σηκωνόταν και η απανεμιά που επικρατούσε δεν έμοιαζε συνηθισμένη, αλλά ο καπετάνιος που τα ήξερε όλα, δεν του επέτρεψε να πει τη γνώμη του.
Ο Αρέστης του Κουτή συγχωριανός με τον Βασίλη και αυτός μικρόν παιδί, γύρισε και του έγνεψε να σταματήσει να μην νευριάσει τον καπετάνιο, γιατί δεν είχε όρεξη να ακούει τις μπαρούφες και τις εξυπνάδες του καθώς καλός γνώστης της θάλασσας και αυτός, καταλάβαινε πως ο καπετάνιος τους ήταν περισσότερο καπετάνιος της στεριάς παρά της θάλασσας. Φτωχόπαιδο ο Αρέστης, αναγιωμένος μέσα σε στερήσεις, ήταν ένας κατηφής και λιγομίλητος νέος που του άρεσε η ησυχία και το ραχάτι. Έτσι για να μην δώσουν δικαίωμα στην πολυλογά του καπετάνιο, έγνεψε στην Βασίλη να σιωπήσει.
Μα του Βασίλη κάτι δεν του άρεσε στον καιρό, έβλεπε να υπάρχει μια κουφόβραση και ήθελε να το πει. Δοκίμασε κάνα δυο φορές να το κάμει, αλλά βλέποντας την υπεροψία και τη βλοσυρότητα του καπετάνιου, άκουσε την συμβουλή του φίλου του και σιώπησε.
Πιο πέρα ο Αδάμος ο μηχανικός χωριανός του καπετάνιου που βγήκε από τη μηχανή να καπνίσει ένα τσιγάρο, τους παρακολουθούσε βλοσυρός. Πολυτεχνίτης και ερημοσπίτης που λένε, ήρθε και αυτός πακέτο με τον καπετάνιο από την μακρινή Ορμήδια, σάμπως στα μέρη τους να μήν υπήρχε θάλασσα. Πρώτα δούλευε στις οικοδομές, αλλά στα ξαφνικά άλλαξε επάγγελμα και έγινε μηχανικός. Έκοβε το μυαλό και το μάτι του, αλλά από μηχανές πόσο σκάμπαζε, κανείς δεν ήξερε. Ήταν εγωιστής και υπερόπτης, και ήθελε να είναι αφεντικό, ή να μην έχει αφεντικό πάνω στο κεφάλι του. Έτσι από οικοδόμος έγινε μηχανικός, και με το φίλο του τον καπετάνιο, έγιναν δίδυμο πακέτο και ανάλάμβαναν δουλειές σε μικρά πλεούμανα.

Το καΐκι ιδιοκτησίας του Απάζη καθώς είπαμε, ενός Τουρκοκύπριου που ήρθε από άλλα μέρη και εγκαταστάθηκε στο Μούτταλο, το φέρανε από τη Κάλυμνο, το είχε αγοράσει σε τιμή ευκαιρίας. Το έφεραν Έλληνες ναυτικοί, και του το παράδωσαν στο λιμάνι της Πάφου. Ήταν η εποχή μετά την ανακήρυξη της Κυπριακής δημοκρατίας, και λίγο πρίν τις δικοινοτικές ταραχές. Αγόρασε το λοιπόν το καΐκι που έμοιαζε όπως μια μεγάλη βάρκα, και αρχίνησε να ψάχνει πλήρωμα και βοηθούς, για να κάμει την πρώτη εξόρμηση που θα διαρκούσε ίσα με μιάμιση μέρα..
Στην Πάφο και στα γύρω χωριά, οι χωρικοί  λέγανε για λόγου του και πολλοί τον ζηλεύγανε, και άλλοι τον κατηγορούσανε, και άλλοι τον παινεύανε.
-Ήρθε ένας εχούμενος Τούρκος από μακριά και έφερε μια τράτα. Μα πού να βρήκε τα λεφτά, μήπως είναι κατάσκοπος, μήπως τα έκλεψε;
έλεγαν και ρωτούσε ο ένας τον άλλο στα καφενεία και οι ψαράδες σκέφτονταν αν θα αποτολμούσαν να του γυρέψουν δουλειά.
Όμως σίγουρα θα τολμούσαν, γιατί ο τόπος ήταν φτωχός. Τα χωράφια ήταν στεγνά από τη μεγάλη ανομβρία χωρίς βροχές, έτσι που η γη κατάντησε ξερή και άγονη, μόνο κριθάρια βλάσταιναν και αυτά λειψά. Είχαν μάθει οι άνθρωποι από γενιά σε γενιά να ζουν από τη γη και τη θάλασσα, όσοι όμως δεν είχαν χωράφια, είχαν δυσμενέστερη μοίρα στη ζωή. Έτσι λοιπόν όταν πρωτοφάνηκαν οι τράτες κάτι μεγάλες ψαρόβαρκες με μηχανή, πολλοί από αυτούς έσπευδαν να εργοδοτηθούν ως πληρώματα.
Οι τράτες είχαν 7-8 άτομα πλήρωμα, και ανάλογα με τον καιρό κάποτε χρησιμοποιούσαν πανιά ή και κουπιά. Έπλεαν όλες τις ακτές και μέσα μέσα όπου είχε αμμουδερούς όρμους άραζαν και αντάλλασαν με τους ντόπιους, τα ψάρια που είχαν ψαρέψει με γεωργικά και κτηνοτροφικά προϊόντα, ή και χρήματα βεβαίως.

Στο μαγαζί του Χοντρού μαζεύονταν ψαράδες και ναυτικοί από τα πλοία που ελλιμενίζονταν στο μικρό λιμάνι. Άλλοι μαυριδεροί κι άλλου ξανθοί, οι περισσότεροι Αιγυπτιώτες σκληραγωγημένοι εργάτες πάνω στα μεγάλα καΐκια που ταξίδευαν μέρες πολλές για ψάρεμα με τράτα, κι΄ άλλοι αρκετοί από τα νησιά της Ελλάδας κυρίως το Καστελλόριζο και την Κάλημνο που ψάρευαν σφουγγάρια άλλοι βουτώντας χωρίς αναπνοή και ελεύθερη κατάδυση μαζεύοντας όσα σφουγγάρια προλάβαιναν ώσπου να χρειαστούν αναπνοή, και κάποιοι με κάτι σκάφανδρα με τα οποία αλίευαν μεγάλες ποσότητες σπόγγων με αποτέλεσμα οι θάλασσας να αποψιλώνονται από το είδος, και που με αυτά δυστυχώς πολλοί πέθαιναν ή έμεναν παράλυτοι από την άγνωστη τότε νόσο των δυτών. Ήταν κάτι συσκευές χάλκινες που φορούσαν στο κεφάλι και ανάπνεαν από ένα λάστιχο που ανέβαινε στην επιφάνεια δια μέσου του οποίου οι μηχανικοί με μια αντλία τους έστελλαν αέρα. Έμεναν στο βυθό αρκετό χρόνο, έτσι αυτό το είδος αλίευσης, ήταν πολύ προσοδοφόρο.

 Ο Βασίλης με τη βαρκούλα του ξανοιγόταν στη θάλασσα της Χλώρακας και με ελεύθερη κατάδυση, αλίευε και αυτός σφουγγάρια τα οποία έστελλε στην επαρχία της Λεμεσού για επεξεργασία. Γνωρίζοντας λοιπόν την μεγάλη αξία αυτού του είδους εμπορίας, και θέλοντας να γνωρίσει την επιστήμη του σκάφανδρου, σύχναζε στο μαγαζί του Χοντρού όπου εκεί γνώρισε πολλούς παλαίμαχους και νέους ναυτικούς με τους οποίους έκανε παρέα και κουβέντιαζε για τις καταδύσεις με σκάφανδρα. Οι θάλασσες της Πάφου χουμίζονταν για την αφθονία και την καλή ποιότητα των σφουγγαριών τα οποία ήταν περιζήτητα στις Ευρωπαϊκές αγορές και της Μέση Ανατολής, ακόμα και της Αμερικής.
Σκεφτόταν λοιπόν ο Βασίλης να μάθει όσα μπορούσε και να ασχοληθεί ίσως με την αλίευση σπόγγων με σκάφανδρο. Το έταξε σκοπό, είχε δυνατή θέληση, πίστευε πωςμπορεί να τα κατάφερνε.

Μια μέρα στο μαγαζί μπήκε ένας ψηλός μελαψός και κάνοντας τόκα με τους θαμώνες έναν προς έναν, συστήθηκε σαν ο ιδιοκτήτης της καινούργιας μηχανότρατας που ήταν δεμένη στο λιμάνι.
-Απάζη με λένε, και είμαι Τουρκοκύπριος, και θα εγκατασταθώ να κατοικήσω εδώ, δίπλα στον Μούτταλλο.
Όλοι του προσηκώθηκαν, και όλοι τον κάλεσαν να τον κεράσουν. Μεγάλη υπόθεση οι απλοϊκοί εργάτες της θάλασσας να γνωρίσουν έναν ιδιοκτήτη τράτας.
Αυτός όμως αντί να δεχτεί τα κεράσματα, κάθισε σε ένα τραπέζι και διέταξε τον Χοντρό να κεράσει όλους τους θαμώνες. Το γλέντι άναψε, ήπιαν και έφαγαν όλοι μέχρι σκασμού, και ο Χοντρός ο ταβερνιάρης που γλεντούσε και αυτός μαζί τους, έτριβε τα χέρια του από χαρά ξέροντας ότι θα κονομήσει.

Του Βασίλη αμέσως του μπήκε μια ιδέα. Σίμωσε και κάθισε δίπλα στον Απάζη, πιάσανε κουβέντα και στο κέφι επάνω, τον έπεισε να τον προσλάβει στη τράτα έστω και αν ήταν ακόμα πολύ νέος στην ηλικία.
Ήθελε ο Βασίλης από μικρός να ακολουθήσει μια τέχνη που να ασχολείται μόνο με τη θάλασσα. Ήξερε πως με τη μικρή σαπιοβαρκούλα του, χαΐρι δεν θα έβλεπε. Θα θαλασσοδερνόταν μέρα νύχτα για να ψαρέψει λίγα ψάρια που δεν θα περίσσευαν, εκτός από την τροφή της πολυπληθούς του οικογένειας.
Μια φορά δοκίμασε να ψαρέψει με δυναμίτη, αλλά και αυτό τον τρόπον τον απέκλεισε. Ένας θειός του ο Χαμπής, μια νύχτα σκοτεινή να μην τους βλέπει κανείς, τον τράβηξε παράμερα και του έδειξε κάτι ράβδους από σιουσιούκους δυναμίτιδας. Του είπε να βάλει αυτός τη δυναμίτιδα, και ο Βασίλης τη βάρκα να πάνε στις ξέρες που είχε μπόλικο ψάρι, να ψαρέψουν. Με χαρά ο Βασίλης, αμέσως δέχτηκε.
Την άλλη μέρα χαράματα σαλπάρισαν για τις ξέρες, και έριξαν κάτι παλιοδύχτια για αντιπερισπασμό καθώς η αλίευση με δυναμίτη ήταν παράνομη. Είχαν ετοιμάσει από πριν τον δυναμίτη, έδεσαν δύο μασούρια, τρύπησαν το ένα και με προσοχή τοποθέτησαν το καψούλι στο οποίο έβαλαν το φυτίλι. Ύστερα έριξαν πασμό να μαζευτούν τα ψάρια.
Μόλις έφεξε και ανέτειλαν οι πρώτες ακτίδες του ήλιου, είδαν να γιαλλίζει ένα μεγάλο αλάγι ψαριών, να τσιμπολογάνε τον πασμό. Μονομιάς ο Χαμπής πήρε στα χέρια του την δυναμίτιδα και απλώνοντας τα, πρόσταξε τον Βασίλη γρήγορα να βάλει φωτιά στο φυτίλι. Ανάβει ένα σπίρτο ο Βασίλης, και βάζει φωτιά στο φυτίλι. Σήκωσε ο Χαμπής το χέρι να ρίξει τον δυναμίτη, και ώ τι κακό, του έφυγε από τα χέρια και έπεσε μέσα στη βάρκα. Ο Βασίλης άρχισε να χοροπηδά και να πατά το φυτίλι να σβήσει, αλλά τίποτα. Ο Χαμπής εν τω μεταξύ έπεσε στη θάλασσα να γλυτώσει, υποχρεωτικά το ίδιο έκανε και ο Βασίλης. Ίσα που πρόλαβαν και απομακρύνθηκαν, και έγινε η έκρηξη. Ευτυχώς δεν ήταν τόσο ισχυρή ώστε να κάνει τη βάρκα κομμάτια και να εκσφενδονιστούν πάνω τους. Όμως έβγαλε μια τρύπα στον πάτο, η οποία και βούλιαξε. Ήξεραν και οι δυό καλό κολύμπι, και πλέοντας βγήκαν στη στεριά.
Κατακουρασμένοι κάθισαν να ξαποστάσουν, και εκείνη τη στιγμή πριν ακόμα του φύγει η τρομάρα, ο Βασίλης αποφάσισε ότι αυτό το είδος ψαρέματος δεν θα το ακολουθούσε. Θα ακολουθούσε τον δρόμο των σφουγγαριών, ή τον δρόμο των τρατών, ή και τους δυό, τρόποι ψαρέματος σίγουροι που θα του απέφεραν μεγάλα κέρδη, ήλπιζε.

Νάσου λοιπόν τον Βασίλη με τον Αρέστη και άλλους δυό βοηθούς να καλάρουν την τράτα, και τον καπετάνιο από πάνω να τους σπάζει τα νεύρα με την μουρμούρα του. Παρ όλα αυτά όλοι σκυμμένοι στη δουλειά, εργάζονταν με μεράκι. Η μηχανότρατα έπλεε με μηδαμινή ταχύτητα και αλάργευε από το λιμάνι της Κάτω Πάφου προς τον κάβο του Φουρφουρή. Στα δεξιά τους σε ένα μίλι απόσταση οι ακτές ήταν πέτρινες και χώριζαν τη θάλασσα από τα ξερά χωράφια που απλώνονταν μέχρι το οροπέδιο που πάνω ήταν κτισμένα τα χωριά του Μουττάλου και της Χλώρακας.
Όταν τέλεψαν το καλάρισμα, ο Βασίλης και ο Αρέστης με ένα φλιτζάνι καφέ στο χέρι, ακούμπησαν στα ρέλια και βάλθηκαν να θαυμάζουν τη θέα της στεριάς. Ο Αρέστης προσπαθούσε να καθησυχάσει τον φίλο του πως σίγουρα ο καιρός δεν προμηνούσε κάτι κακό και να μην ανησυχεί, εξ άλλου κοτζάμ καπετάνιος ο καπετάν Αδάμος, γνώριζε περισσότερα από αυτούς.
Ο Βασίλης όμως ήταν ανήσυχος. Χωρίς λόγο και αφορμή, έτσι απλά μέσα του είχε ένα προαίσθημα, το ένιωθε στο πετσί του σαν έβδομο ένστικτο που τον προειδοποιούσε, ήταν μια αίσθηση που είχε εκ φύσεως.
Δυστυχώς σε λίγο φάνηκε αληθινός, και σχεδόν στα ξαφνικά άρχισε να συμβαίνει ένα κακό. Ένιωσαν την ατμόσφαιρα να αλλάζει και να βαραίνει, ένιωσαν τη βαρομετρική πίεση να πέφτει, και ήταν τόσο προφανές το γεγονός, ώστε και οι δυό γύρισαν αμέσως ανήσυχα το βλέμμα στον ορίζοντα της θάλασσας. Είδαν μέσα τον καιρό γρήγορα να αλλάζει και να σκοτεινιάζει, είδαν μια μαυρίλα να αναδύεται από τη θάλασσα και τεράστιες μαύρες μάζες υδρατμών να ανεβαίνουν στον ουρανό και να σκιάζουν τον ήλιο.
Μονομιάς ο καιρός γέμωσε και ο αέρας άρχισε κρύος να σηκώνεται και να λυσσομανά ανατριχιαστικά Το καΐκι άρχισε να αναταράσσει από υπόγεια ρεύματα ενώ τα σύννεφα πύκνωναν γρήγορα και η μέρα σκοτείνιαζε.. Αστραπές και κεραυνοί άρχισαν να σκίζουν τον ουρανό, και η στεριά άρχισε να σβήνει από την θωριά τους. Η ατμόσφαιρα όλο βάραινε και μια βροχή μαζί με υδρατμούς της θάλασσας  πού σήκωνε ο αγέρας, μαστίγωνε τα πρόσωπα τους. Τα κύματα σηκώνονταν ψηλά και η θάλασσα έγινε άγρια τόσο ο Βασίλης ίσως να μην είχε ματαδεί.
Ήταν ένα απότομο μπουρίνι, μια απότομη μεταβολή του καιρού που ήρθε απρόσμενα.
Η μηχανότρατα άρχισε να σκαμπανεβάζει επικίνδυνα  και να γεμίζει νερά. Οι ναύτες κρατιόνταν σφικτά να μην παρασυρθούν. Δεν μπορούσαν να σταθούν όρθιοι, ούτε μπορούσαν να μαζέψουν τα δίχτυα. Ο καπετάνιος με μια δυνατή φωνή, τους πρόσταξε να τα αμολήσουν στη θάλασσα. Και ο μηχανικός με αγωνία προσπαθούσε να μην του σβήσει η μηχανή καθώς η προπέλα ξενέριζε, γιατί αλλοίμονο τους αν συνέβαινε, θα κινδύνευαν να βουλιάξουν με την τόση τρικυμία καθώς δεν θα μπορούσε το καΐκι να κουμανταριστεί.
Με μόνη ελπίδα το Θεό, στρέψανε τα πρόσωπα στον ουρανό και προσευχήθηκαν να τους γλυτώσει. Τέτοιες ώρες κινδύνου οι άνθρωποι στρέφονται πάντα στο Θεό να τους προστατεύσει.
Πάλεψαν με τη μεγάλη τρικυμία για πολλή ώρα. Το νερό έμπαινε και τους έλουζε, και αυτοί με τα πρόσωπα σκυθρωπά από την αγωνία, ένιωθαν τις στιγμές να γίνονται ώρες ατελείωτες.

Ο καπετάνιος κατάλαβε τον κίνδυνο, πίστεψε πως σωτηρία το καΐκι δεν είχε. Δεν είχαν ασύρματο, δεν μπορούσε να ειδοποιήσει για βοήθεια. Έλπιζε ο Απάζης έξω στη στεριά να καταλάβαινε τον κίνδυνο, να τούκοβε το μυαλό και να ειδοποιούσε τη λιμενική και τις Βρετανικές βάσεις του Ακρωτηρίου να στείλουν ελικόπτερο να τους γλυτώσει, γιατί σωτηρία με άλλο τρόπο σίγουρα δεν είχαν. Αλλά δεν αρκέστηκε σ αυτό, πρόσταξε τους ναύτες να κατεβάσουν
τη μικρή σωσίβια λέμβο που μόλις μέσα χωρούσε δύο νομάτους, να βγούνε έξω στη στεριά να καλέσουν βοήθεια. Η στεριά ήταν πολύ κοντά, θα μπορούσαν να τα καταφέρουν.
Μονομιάς με δυσκολία και κίνδυνο, ο Βασίλης με τον Αρέστη κατέβασαν τη βάρκα στη θάλασσα. Δίνει ένα σάλτο ο καπετάνιος, και βρέθηκε μέσα.
-Βασίλη, κατέβα, έλα εσύ που ξέρεις τη θάλασσα να πάμε να καλέσουμε βοήθεια.
Καπετάνιος του γλυκού νερού, σκέφτηκε από μέσα του ο Βασίλης. Πως ήταν δυνατόν να εγκατέλειπε το καΐκι; Στο μόνο που του έβρισκε δίκαιο ήταν η επιλογή η δική του να οδηγήσει τη βάρκα στη στεριά χωρίς να βουλιάξει, καθώς πολύ έμπειρος και γνώστης της περιοχής αφού σε τούτα τα νερά αναγειώθηκε και ανδρώθηκε, μόνο έτσι είχαν μια ελπίδα να τα καταφέρουν.
Πάλεψαν λοιπόν κόντρα στα ρεύματα και τα κύματα, και με τα κουπιά οδηγώντας τη βάρκα παράλληλα και κόντρα, και με του Θεού το θέλημα κατάφεραν να βγουν στη στεριά.
Γυρίζοντας το βλέμμα στο καΐκι, το είδαν να έχει παρασυρτεί στα βαθιά, και έρμαιο των κυμάτων να θαλασσοδέρνει ακυβέρνητο. Κατάλαβαν πως έσβησε η μηχανή, μάλλον δεν είχαν ελπίδες πολλές. Με την αγωνία να του σκίζει την καδιά, ο Βασίλης παράτησε τον καπετάνιο χωρίς να περιμένει διαταγή και άρχισε να τρέχει προς το λιμάνι της Κάτω Πάφου, να ειδοποιήσει τη λιμενική αστυνομία για βοήθεια.
Στη ζωή του ολόκληρη τόση κούραση την οποία αισθάνθηκε μόλις έφτασε στο λιμεναρχείο, δεν ξανάνιωσε. Μετά βιάς τους ενημέρωσε, και έπεσε χάμω ξερός με την καρδιά του να χτυπά δυνατά να σπάσει. Ήταν μια κούραση που τον πονούσε, που δεν θα τη απάντεχε αλλιώς, αλλά στην αγωνία του να βοηθήσει τους φίλους του που κινδύνευαν, απόχτησε δύναμη και αντοχή περισσή και σε ελάχιστη ώρα διένυσε την μακρινή απόσταση από τα ίσα του κάβου Φουρφουρή, έως το λιμάνι της Πάφου.
Έμεινε πολλή ώρα πεσμένος χάμω να συνέλθει. Άκουγε την καρδιά του να χτυπά και νόμιζε θα σπάσει. Πίστεψε πως δεν θα ξανασηκωνόταν, θα πέθαινε εκεινά. Αλλά ήταν ευχαριστημένος, έκαμε όσο καλύτερα μπορούσε το καθήκον του.
Δυό ελικόπτερα έως ότου πέσει η νύχτα και βάλε, έψαχναν τη σκοτεινή θάλασσα να εντοπίσουν το καΐκι. Πετούσαν πάνω κάτω, και ο θόρυβος των μηχανών έφτανε πάνω στο χωριό και οι κάτοικοι συντρομαγμένοι, παρακαλούσαν Χριστό και Παναγία να σώσει τους ναυτικούς.

Η νύχτα πέρασε και το ξημέρωμα άρχισαν πάλι οι έρευνες. Έψαξαν σπιθαμή με σπιθαμή τη θάλασσα μέχρι τον Άη Γιώρκη, αλλά χασιμιά η τράτα. Η θαλασσοταραχή συνέχιζε σφοδρή να σηκώνει τεράστια κύματα, και τα ρεύματα τα έσπρωχναν στη δύση. Έτσι γι αυτό, έκοψε το μυαλό ενός πιλότου να πετάσει πολύ μακριά, ως τη Λάρα.
Και ώ του θαύματος, εκεί στα βαθιά του κάβου Αρναούτη, είδαν την τράτα να μην έχει βουλιάξει και να θαλασσοδέρνει επικίνδυνα.

Στο μαγαζί του χοντρού, οι ναυτικοί κουβέντιαζαν και έλεγαν πως τέτοια μεγάλη τρικυμία, είχε καιρό να σηκώσει η θάλασσα της Πάφου. Σίγουρα ο Χριστός και η Παναγία γλύτωσε τους ναυτικούς. Σίγουρα είχαν Άγγελους φύλακες, αφού χωρίς μηχανή το καΐκι ακυβέρνητο, γλύτωσε από του χάρου τα δόντια.
Έλεγαν για την ολιγωρία του καπετάνιου που εγκατέλειψε το σκάφος, έπρεπε να πέσει μεγάλη τιμωρία να τον κάψει.
Όμως ο καπετάνιος χάθηκε. Μόλις βγήκε στη στεριά, ασφαλώς γνωρίζοντας πώς παραβίασε το καθήκον του, πήρε των ομματιών του και δεν ξαναφάνηκε, ούτε από τότες σε όλα τα λιμάνια άκουσε κάποιος ναυτικός για λόγου του.