Στα βαθιά του ορίζοντα μικρά καΐκια αραγμένα με νησιώτες από τα Δωδεκάνησα
αλίευαν σφουγγάρια. Με το γυαλί που το βύθιζαν στο νερό ανίχνευαν τους σπόγγους
και με καμάκι που είχε προεκτάσεις με δυνατότητα μέχρι τριάντα μέτρα στο βυθό,
καμάκωναν τα σφουγγάρια και τα ανέσερναν στο καΐκι.
Τα σφουγγάρια της Πάφου ήταν εξαιρετικής ποιότητας, και γι αυτό κάθε τέλος
της Άνοιξης από τα νησιά της Ελλάδας κατέφθαναν μικροί στολίσκοι από καΐκια που
τα αλίευαν. Όλη μέρα μέσα στη θάλασσα οι ναυτικοί, και τη νύχτα έξω στην
παραλία διανυκτέρευαν σε τσαντίρια που έστηναν και ήταν το σπιτικό τους μέχρι
το Φθινόπωρο που τα μάζευαν και αναχωρούσαν.
Η επεξεργασία του χρυσαφιού της θάλασσας -έτσι τα
αποκαλούσαν- ήταν σκληρή και επίπονη. Αμέσως μετά την εξαγωγή τους από τη
θάλασσα τα ποδοπατούσαν, τα κοπανούσαν, τα ξέπλεναν με θαλασσινό νερό, τα εμβάπτιζαν
σε διάλυμα υδροχλωρικού οξέος, και αφαιρούσαν την εξωτερική μεμβράνη και όσα
ξένα σώματα
όπως άμμο
πέτρες, από το εσωτερικό τους.
Κάθε καλοκαίρι η παραλία στο Δήμμα της Χλώρακας έσφυζε
από ζωή. Οι χωριανοί σουλατσάριζαν ανάμεσα στους Καλαμαράδες άλλοι από
περιέργεια και άλλοι για να πουλήσουν πραμάτειες, ενώ οι μικροί του χωριού
έκαναν θελήματα στους ναυτικούς για να πάρουν μπακσίσι.
Ο Βασίλης με τους φίλους του τον Κορκό και τον Αρέστη
είχαν τη δική τους βάρκα δεμένη στον απάνεμο κολπίσκο, και κάθε μέρα πριν
χαράξει το φως, την έλυναν και ξανοίγονταν στο πέλαγο να ψαρέψουν. Όταν είχε
απανεμιά κωπηλατούσαν, αλλά άμα σήκωνε αεράκι άνοιγαν το πανί και η βάρκα έπλεε
όμορφα και αρμένιζε ως τα βαθιά.
Ο Βασίλης από μικρόν παιδί αναγειώθηκε στη θάλασσα και ήξετε
πολλά μυστικά της, όμως ήθελε να μάθει περισσότερα. Αυτό το καλοκαίρι νεανίας
πλέον, αποφάσισε να μάθει τα μυστικά των σφουγγαράδων. ΄Έτσι με τη βάρκα του
και τους φίλους του έπλεε κοντά και τους παρακολουθούσε στενά μαθαίνοντας την
τέχνη τους.
Εκείνη τη μέρα, μια καυτή μέρα που τίποτα κακό ο καιρός
δεν προμηνούσε, το αεράκι ελαφρύ και δροσερό φούσκωνε το πανί και με πλώρη τις ξέρες
του Φουρφουρή, ξανοίγονταν στα βαθιά. Η θάλασσα ήρεμη με μικρά κυματάκια που τους
πιτσίλιζαν τα πρόσωπα, έμοιαζε μια αγκαλιά γεμάτη δροσιά στην κάψα του καλοκαιριού.
Το αεράκι σιγά φυσούσε, και δρόσιζε τις καυτερές ηλιαχτίδες.
Έβαλαν σημάδι το πιο μεγάλο καΐκι και κίνησαν κατά εκεί.
Ο Βασίλης ανυπόμονος μα και παιχνιδιάρης, σαν αίλουρος σκαρφάλωσε στο κατάρτι
θέλοντας από εκεί να αγναντέψει τη θάλασσα και τη στεριά. Οι φίλοι του έντρομοι
άρχισαν να του φωνάζουν να κατέβει για να μην μπατάρει η βάρκα.
Μα ο Βασίλης αγέρωχος και άφοβος πάνω στο ψηλό κατάρτι
να βαστάζει το σώμα του με τα πόδια σφιγμένα στο ψηλό κατάρτι, αγνάντεψε τα πέρατα
της θάλασσας, αγνάντεψε και το μικρό χωριό του που απλωνόταν κτισμένο πέρα στο
ψηλό οροπέδιο της στεριάς. Από Βορρά μέχρι Ανατολή, τα πετρόκτισα χαμηλά σπιτάκια
απλώνονταν σαν κουκίδες, και στην τέλειωση τους ο Άη Νικόλας έστεκε ολόασπρος ξεχωριστός
με το σταυρό στον τρούλλο χωρίς καμπαναριό, καθώς ήταν μικρό αρχαίο ξωκκλήσι
που το έκτισαν φτωχοί ναυτικοί της Χλώρακας για να τους προστατεύει από τους κινδύνους
των τρικυμιών.
Ο Άη Νικόλας θεωρήθηκε προστάτης των ναυτικών όταν μια
φορά ταξιδεύοντας για τους Αγίους τόπους και όταν κατά τη διάρκεια του ταξιδιού
ξέσπασε θαλασσοταραχή, αυτός προσευχήθηκε και η θάλασσα ηρέμησε. Και όταν ένας
ναυτικός γλίστρησε από το κατάρτι και σκοτώθηκε, προσευχήθηκε στο Θεό και ο
ναυτικός αναστήθηκε.
Η βάρκα τους ήταν κοντά στη στεριά ακόμα, όταν ξαφνικά
χωρίς κανένα προμήνυμα, ένα ξαφνικό μπουρίνι ξέσπασε και η θάλασσα αγρίεψε, ο
αέρας δυνάμωσε και ο καιρός σκοτείνιασε. Καταιγίδα ξέσπασε, δυνατή βροχόπτωση
έπιασε, και αστραπές και κεραυνοί βροντούσαν σαν λαίλαπα και φόβιζαν τους ανθρώπους
μέσα στη θάλασσα και έξω στη στεριά.
Οι άνθρωποι έξω στη στεριά με αγωνία
παρακολουθούσαν τα καΐκια
να σκαμπανεβάζουν στα μεγάλα κύματα, αλλά περισσότερο φοβισμένοι και έντρομοι
παρακολουθούσαν τη βάρκα του Βασίλη που καθώς ήταν μικρή, κινδύνευε περισσότερο.
Ο Βασίλης πάνω στο κατάρτι δεν πρόλαβε να κατέβει. Το
πανί σκίστηκε από τους δυνατούς ανέμους και τύλιξε το κορμί του πάνω στο
κατάρτι και τον έδεσε εκεί, και έμεινε πάνω εκεί εγκλωβισμένος εν μέσω κινδύνων
να μπατάρει η βάρκα και να πνιγεί, ή να τον κτυπήσει κάποια αστραπή ή κεραυνός
που αυλάκωναν και έσκιζαν τον ουρανό με δυνατό βουητό και υπόκωφο βρόντο.
Οι χωριανοί έξω στη στεριά φοβισμένοι παρακολουθούσαν
τον Βασίλη πάνω στο κατάρτι σίγουροι ότι δεν θα την σκαπουλάριζε, και με αγωνία
παρακαλούσαν τον Θεό και τον Άη Νικόλα να κάμουν ένα θαύμα.
Ο καιρός νύχτωσε ολότελα και ο βρυχηθμός των κυμάτων
σκιαζόταν από τα αστροπελέκια που φώτιζαν τη σκοτεινιά. Ο Βασίλης κρεμασμένος
στο κατάρτι μια φαινόταν κάθε που άστραφτε, και μια χανόταν στο σκότος κάθε που
έσβηναν οι αστραπές.
Όπως ξαφνικά το μπουρίνι άρχισε, έτσι ξαφνικά σε λίγο πέρασε
και έφυγε. Η θάλασσα ημέρεψε, αλλά για λίγο
ακόμα απέμεινε το σκοτάδι στον ουρανό με μικρές αστραπές να τον διασχίζουν.
Και οι χωριανοί έξω στη στεριά προσπαθούσαν μέσα στη
σκοτεινιά απεγνωσμένα να διακρίνουν τον Βασίλη αν ήταν ακόμα στο κατάρτι, ή αν
χάθηκε στη θάλασσα.
Και ώ του θαύματος,
πάνω στο κατάρτι της βάρκας άναυδοι διέκριναν τον Βασίλη να στέκει ακόμα
ζωντανός, ζωσμένος με φωτεινά χρώματα, περικλεισμένος με ένα γαλάζιο φως που
του έδινε μια απόκοσμη όψη και έμοιαζε σαν Άγγελος στολισμένος με τα χρώματα
του Θεού.
Γεμάτοι έκσταση και συγκλωνισμένοι, όλοι γονάτισαν και
άρχισαν να κάνουν το σταυρό τους και να προσεύχονται. Ήταν σίγουροι πως ο Άη
Νικόλας έκαμε το θαύμα του και τον έκαμε Άγγελο για να μην πνιγεί.
Σε λίγο ο ήλιος φάνηκε, ένα γλυκό αεράκι φύσηξε, η
θάλασσα γαλήνεψε και η καφτερες ηλιαχτίδες άρχισαν ξανά να καίουν τη γη όπως
και πριν.
Η βάρκα του Βασίλη γύρισε το μικρό λιμανάκι, και οι
τρεις φίλοι κατέβηκαν στη στεριά σώοι και ασφαλείς. Οι χωριανοί έτρεξαν και
αγκάλιασαν τον Βασίλη που παραξενεμένος δεν καταλάβαινε το λόγο γι αυτή τους τη
διαχυτικότητα και την ξαφνική τους αγάπη. Πάνω στο κατάρτι σφιγμένος για ζωή
και θάνατο, δεν κατάλαβε ότι ο Άη Νικόλας τον εζωσε με τα φωτεινά του χρώματα
καθώς ο ίδιος προσευχόταν και τον παρακαλούσε να τον γλιτώσει.
Και κουβέντα στη κουβέντα θέλωντας να καταλάβουν τί είχε συμβεί, ένας παλαίμαχος σφουγγαράς από την Κάλυμνο που ήταν δίπλα εκεί, τους πλησίασε και τους εξήγησε το φαινόμενο.
Οι Άγιοι Νικόληδες ή φωτιές του
Αγίου Έλμου τους είπε, είναι καιρικά φαινόμενα που προκαλούνται κατά τη
διάρκεια συνήθως καταιγίδων όταν ηλεκτρόνια σε ηλεκτρικά πεδία της ατμόσφαιρας
αποκτούν αρνητικό φορτίο καθώς αποφορτώνονται και προκαλούν ιονισμό, με
αποτέλεσμα αυτά να έλκονται σε αιχμηρές επιφάνειες και να δημιουργούν φωτεινά
μπλε και μοβ πεδία που εμφανίζονται σαν φωτιές σε αιχμηρές δομές όπως σε κατάρτια,
αλεξικέραυνα, καμπαναριά, φτερά αεροσκαφών, στις άκρες των κεράτων των βοοειδών.
Συχνά τις λάμψεις συνοδεύουν σφυρίγματα και βουητά.
Το όνομα Άγιοι Νικολήδες προέρχεται από το γεγονός ότι όταν εμφανίζονται αυτοί οι «δαίμονες», οι ναυτικοί προσεύχονται στον Άγιο Νικόλαο καθώς νομίζουν ότι πρόκειται για τελώνια, δηλαδή δαιμονικά όντα προικισμένα με μεγάλη μεταμορφωτική δύναμη που όπως πιστεύουν οι ναυτικοί, κάθονται πάνω στους ιστούς των πλοίων όταν συναντούν σφοδρές καταιγίδες και τρικυμίες.
Αυτό λοιπόν είχε συμβεί, και καθώς
ο Βασίλης ήταν ψηλά στο κατάρτι, βρέθηκε εντός του πεδίου της ατμόσφαιρας όπου
έλαβε χώρα το φυσικό αυτό φαινόμενο.