Ο ΚΥΚΛΩΝΑΣ

Ο Βασίλης στεκόταν στη πρύμη του καϊκιού με τον βοηθό του ένα μαυράκι με βαμμένα κόκκινα μαλλιά να επιθεωρά ένα από τα παλαμάρια στην προκυμαία που έδεσαν το καΐκι.

Είχαν ξεκινήσει με την μεγάλη τράτα ένα ταξίδι και προορισμό το Καστελόριζο, αλλά ενώ είχαν ξανοιχτεί πολλές ώρες, έλαβαν σήμα πως έρχεται κυκλώνας. Η προειδοποίηση ερχόταν έγκαιρα ώρες πολλές ή και μέρες πριν, έτσι είχαν καιρό να επιστρέψουν ασφαλείς στο λιμάνι.

Τυφώνες και κυκλώνες είναι επικίνδυνα καιρικά φαινόμενα που παρατηρούνται στη διάρκεια των θερμότερων μηνών του χρόνου. Είναι θυελλώδεις άνεμοι που περιστρέφονται γύρω από ένα μετακινούμενο σημείο.

Στη Μεσόγειο θάλασσα σπάνια συνέβαιναν λόγω της ξηρής φύσης και της γεωγραφικής της θέσης, έτσι αυτή η ειδοποίηση ήταν κάτι ξαφνικό. Όμως καθώς είναι πολύ επικίνδυνο φαινόμενο, κανείς υπεύθυνος καραβοκύρης δεν μπορούσε να το παραβλέψει και να συνεχίσει την πορεία του. Έτσι λοιπόν, ο Βασίλης οδήγησε το καΐκι πίσω στη στεριά, μέσα στο λιμάνι της Πάφου και την ασφάλεια του.

Άρχισαν οι ναύτες υπό την καθοδήγηση του Βασίλη να στερεώνουν τα ακίνητα του πλοίου, ώστε περνώντας ο τυφώνας να τους αφήσει όσο λιγότερες ζημιές.

Η ζέστη ήταν αφόρητη και η υγρασία του καιρού την έκανε χειρότερη. Όπως βιαστικά μάχονταν να τελειώσουν τις δουλειές και να εγκαταλείψουν το πλοίο να γυρέψουν καταφύγιο στη στεριά, έτσι βιαστικά άρπαξαν τα μπαγκάζια τους καθώς ξαφνικά ο καιρός πήρε να δροσίζει περίεργα. Και η δροσιά έφερε κάποια θολούρα στον αέρα και σε λίγο έγινε πολλή θολούρα, ο αέρας σήκωσε ψιλοάφρισμα και τα πλεούμενα στο μικρό λιμάνι άρχισαν μικρά κουνήματα που όλο δυνάμωναν. Ο ουρανός έγινε γκρίζος και η θάλασσα πήρε ένα σκοτεινό χρώμα ενώ έξω τα καταστήματα με αμπαρωμένες τις πόρτες, και αυτά έγιναν γκριζωπά μέσα στη θολούρα του καιρού.

Βιαστικοί μπήκαν τελευταίοι στο παλιό Λιμεναρχείο που τους περίμεναν, οι αρχές μαζί με άλλους ναυτικούς και ψαράδες και έκλεισαν τη βαριά πόρτα. Στάθηκαν στα παράθυρα και παρακολουθούσαν τον ουρανό. Ο άνεμος δυνάμωνε καθώς από μακριά ο Τυφώνας ενώ ταξίδευε και πριν την άφιξη του, τον έστελνε με πολλά μποφόρ σαν προπομπό. Μέσα στα σκοτεινιά σύννεφα πέρα μακριά, φάνηκε η κυκλική δίνη του Κυκλώνα πολύ εμφανής που έκανε τις καρδιές όλων να σφιχτούν και να φοβηθούν. Καταλάβαιναν πως θα ήταν πολύ φοβερός, πως θα έφερνε καταστροφές, πως πολλές βάρκες και καΐκια στο μόλο θα έσπαζαν και θα παρασέρνονταν μαζί του. Παρακαλούσαν το Θεό να μην κρατήσει πολύ, και να φύγει γρήγορα όπως και γρήγορα ήρθε.

Ένα βούισμα άρχισε από μακριά που όλο δυνάμωνε και η σκοτεινιά και ο θόρυβος ήταν απερίγραπτα. Με δέος και σφικτά τα δόντια, έκλεισαν τα παραθυρόφυλλα και με αγωνία πρόσμεναν το αναπόφεκτο.

Ήξεραν πως οι τυφώνες διαρκούν από λίγες ώρες μέχρι λίγες μέρες. Γνώριζαν επίσης πως στη Μεσόγειο δύσκολα και σπάνια είχαν μεγάλη έκταση όπως σε κάποιες χώρες τροπικές όπου προκαλούνταν Βιβλικές καταστροφές. Παρ όλα αυτά ανέβηκαν στο δεύτερο όροφο του κτιρίου για καλό και κακό μήπως το κτίριο πλημυρίσει όταν τα κύματα θα έβγαιναν έξω.

Και ήρθε ο κυκλώνας, και τους τάραξε συθέμελα. Η βουή του ήταν φοβερή και ο θόρυβος του έκρυβε κάθε άλλο από τις καταστροφές που προκαλούσε. Ήταν ένα μεγάλο κακό που δεν περιγράφεται με λέξεις. Για ώρες αμέτρητες με την αγωνία να σκιάζει τα πρόσωπα τους χωρίς να μπορούν να μιλούν από το μεγάλο βουητό, οι περισσότεροι προσεύχονταν στον Άγιο Νικόλα να σώσει τις βάρκες τους. Ήταν φτωχοί ψαράδες και οι βάρκες όλη η περιουσία τους. Δεν έλπιζαν σε τίποτα, όμως ασυναίσθητα όπως είναι η φύση του ανθρώπου στα δύσκολα να στρέφεται στο Θεό, έτσι και αυτοί εναπόθεσαν τις μηδαμινές ελπίδες τους σε αυτόν. 

Κράτησε πολλές ώρες και ανακουφισμένοι που δεν κράτησε μέρες, όταν έφυγε και καταλάγιασε και ένιωσαν ασφαλείς,  άνοιξαν τα παραθύρια και κοίταξαν έξω.

Παντού ερημιά και καταστροφή, το μόνο που έστεκε αγέρωχο χωρίς ζημιές ήταν το αρχαίο κάστρο. Όλα τα άλλα τα σάρωσε ο αγέρας και τα παρέσυρε η θάλασσα. Οι πρόχειρες κατασκευές έξω από τα μαγαζιά είχαν παρασυρθεί και εδώ και εκεί έβλεπαν σπασμένα κουπιά από βάρκες.

Όλες οι βάρκες που ήταν δεμένες στο λιμάνι, οι περισσότερες είχαν εξαφανιστεί άλλες στον πάτο της θάλασσας και άλλες με τα σπασμένα απομεινάρια απλωμένα στο μόλο του λιμανιού και ακόμα πιο πέρα, πολύ μακριά, στους δρόμους και στις γειτονιές. Όλα τα πλεούμενα υπέστησαν μεγάλες ζημιές, καθώς τα κύματα τα σκέπασαν ολοσχερώς με μεγάλη ένταση.

Τι καΐκι του Βασίλη έστεκε εκεί δεμένο, αλλά και αυτό καραβοτσακισμένο με πολλές ζημιές.

Δίπλα του το αραπάκι με τα κόκκινα μαλλιά έστεκε και δάκρυα έσταζαν από τα μάτια του. Λυπόταν για τους ψαράδες, λυπόταν για το αφεντικό του, λυπόταν για τον ίδιο. 

Ο Βασίλης μεγάλωσε και έζησε μια δύσκολη ζωή και έμαθε να τα αντικρύζει όλα με τη λογική προσπαθώντας να τα βλέπει όλα ρεαλιστικά ώστε τοιουτοτρόπως να μην τον παίρνουν κάτω τα δύσκολα και οι αποτυχίες. Με μια στωικότητα αντίκρυζε τα γεγονότα και δεν άφηνε τα κακά συναισθήματα να τον κυριαρχούν και να τον αποδυναμώνουν.

Έτσι και σ’ αυτήν περίπτωση που είδε το καΐκι του σχεδόν κατεστραμμένο, με κυρίαρχα συναισθήματα αποφάσισε πως δεν θα τον έθλιβε η καταστροφή και να τον ρίξει κάτω. Αποφάσισε πως από την αρχή με δουλειά και υπομονή θα ξανάφτιαχνε το καΐκι.

Με αυτά τα αισθήματα στην καρδιά, προσπάθησε να εμψυχώσει και να δώσει θάρρος στον στεναχωρημένο βοηθό του που βλέποντας τον δακρυσμένο, αντί να μαραζώσει για πάρτη του, λυπήθηκε γι αυτόν, και χωρίς να δείχνει τη στεναχώρια του, του είπε να μην λυπάται γιατί όλα διορθώνονται. Θα έβγαζαν το καΐκι στο καρνάγιο και θα το επιδιόρθωναν από αρχής.

ΚΥΡΙΑΚΟΣ ΤΑΠΑΚΟΥΔΗΣ