Ο ΔΡΑΚΟΣ ΤΗΣ ΘΑΛΑΣΣΑΣ

Ο Βασίλης γύρισε από τα ξένα ύστερα από πολλά χρόνια που σαν ναυτικός όργωσε θάλασσες και ωκεανούς και επισκέφτηκε πολλά λιμάνια του κόσμου και είδε και γνώρισε πολλά, άλλα πράγματα διαφορετικά από ότι ήταν συνηθισμένος στη μικρή του πατρίδα.

Παιδεύτηκε πολύ πάνω σε ποντοπόρα πλοία, αλλά ευχαριστημένος που γύρισε τον κόσμο και με ένα καλό κομπόδεμα στράφηκε στον τόπο του όπου πάλι με σκληρή εργασία, έφτιαξε την δική του επιχείρηση, άνοιξε ένα ιχθυοπωλείο που με τον καιρό αναπτύχθηκε και κατέλαβε όλες τις αγορές. Συνεργάστηκε με τους ψαράδες της περιοχής και ανέλαβε την προώθηση της πώλησης των ψαριών τους. Προσέλαβε υπαλλήλους και έστρωσε τη δουλειά σε σημείο που πλέον όλα κυλούσαν ομαλά και ο ίδιος δεν χρειαζόταν να δουλεύει, παρα μόνο να επιβλέπει και να συμβουλεύει. 

Όμως μαθημένος με τη θάλασσα, δεν μπορούσε να την παρατήσει και να είναι μακριά της. Έτσι αγόρασε ένα ψαροντούφεκο και πολλές από τις ελεύθερες του ώρες, κολυμπούσε και ψάρευε στα γνωστά μέρη τα παλιά, κυρίως στις ξέρες του Φουρφουρή που βρίσκονται μερικές εκατοντάδες μέτρα μακρύτερα από τη στεριά της Χλώρακας, ίσαμε χίλια μέτρα. Είναι μια μικρή έκταση βραχώδης αβαθής βυθός, ένα κομμάτι υπερυψωμένου θαλάσσιου πυθμένα, που μόλις σκεπαζόταν από το νερό. Τα φυτά και τα φύκια βλαστούσαν άφθονα, και ήταν τροφή για τους θαλάσσιους οργανισμούς, και αυτοί με τη σειρά τους τροφή άλλων μεγαλύτερων ψαριών. Έτσι οι ξέρες ήταν καλός τόπος για έναν ψαρά ειδικά για το Βασίλη που ήξερε κάθε σχισμή τους που μέσα κολυμπούσαν τα ψάρια.

Ο Βυθός γύρω από αυτές ήταν πολύ βαθύς, έτσι υπήρχαν ψάρια όλων των ειδών, από είδη που ζούσαν στα ξέβαθα και είδη που ζούσαν στα βαθιά. Όμως ο Βασίλης ήταν καλός βουτηχτής και με μεγάλη αναπνοή, έτσι χωρίς οξυγόνα βουτούσε στα βαθιά, έως εκεί που ξεκινούσε ο ύφαλος.

Εκεί τα νερά ήταν παγωμένα σε μεγάλο δυσανάλογο βαθμό από την επιφάνεια, κάτι που ευνοούσε την ανάπτυξη τεράστιων αστακών.

Οι αστακοί συνήθως έχουν μήκος ενός ποδιού και βάρος ενός κιλού και σπάνια το υπερβαίνουν. Όμως εδώ στις ξέρες του Φουρφουρή, τα μεγέθη τους ήταν υπερδιπλάσια. Κατά παράδοξον τρόπο, το ψυχρότατο νερό του βυθού, τους ευνοούσε. 

Ο Βασίλης λοιπόν εκείνη τη μέρα είχε σκοπό να ψαρέψει αστακούς, έτσι με το ψαροντούφεκο κουβαλούσε στον ώμο και ένα μεγάλο καμάκι. Ήξερε καλά τις χαράδρες του Φουρφουρή, γι’ αυτό καμιά φορά δεν είχε γυρίσει με άδεια χέρια. Παλιά που ζούσε ο γέρο Βασίλης ο πατέρας του, τον είχε διδάξει καλά, και αυτός ως καλός μαθητής, είχε μάθει πολλά.

Θυμάται που τον ορμήνευε, που του έδινε συμβουλές και του διηγόταν πολλές ιστορίες για τη θάλασσα. Για ναυάγια, για πνιγμούς, για ψάρια που έμοιαζαν με δράκους. Για το μεγαλείο που εμπεριέκλειε και τα θαυμαστά αφανέρωτα μυστικά που έκρυβε.

Θυμάται που του έλεγε για ένα θαλάσσιο τέρας με μεγάλες δαγκάνες που είχε συναντήσει μια φορά στα ξέρες της Χλώρακας, και του έλεγε να είναι προσεκτικός όταν βουτούσε στα βαθιά.

Όσα έμαθε από αυτόν τα συνάντησε αληθινά, γι’ αυτό πίστευε πώς και η ιστορία με τον δράκο ήταν εν μέρη αληθινή. Καθώς λοιπόν όλα όσα τον δίδαξε τα συνάντησε στη ναυτική του σταδιοδρομία εξόν από τον δράκο, έλπιζε κάποια στιγμή να τον ανακαλύψει και ο ίδιος. Πίστευε σίγουρα πως του έλεγε αλήθεια, αλλά από την άλλη ίσως να επρόκειτο για κάποια οφθαλμαπάτη ή κάποιο παράξενο άγνωστο ψάρι που ήρθε από τους ωκεανούς. Πάντα είχε αυτές τις σκέψεις στο μυαλό όποτε βουτούσε στις ξέρες του Φουρφουρή

Κολυμπώντας με τη μάσκα και κατεύθυνση τον Φουρφουρή, παρακολουθούσε τον κρυστάλλινο βυθό, τα βράχια, τη βλάστηση, τα ελάχιστα σφουγγάρια που απέμειναν ζωντανά αλλά καχεκτικά πλέον στον άλλοτε κατάσπαρτο από το είδος βυθό. Τα ψάρια που και αυτά λιγόστεψαν σε επικίνδυνο βαθμό από την υπεραλιευση, κολυμπούσαν δίπλα του, αλλά αυτός συνέχιζε το δρόμο του προσπερνώντας τα χωρίς να τα ντουφεκίζει καθώς είχε σκοπό να ψαρέψει μόνο αστακούς.

Έφθασε στις ξέρες και τις ανέβηκε. Στάθηκε όσο να ξεκουραστεί λίγο για το μεγάλο μακροβούτι, και όσο να πάρει μια ανάσα, η ματιά του στράφηκε και αγνάντεψε την απεραντοσύνη του πελάγου εκεί που τέλειωνε η θάλασσα. Ένα βαπόρι που κατευθυνόταν δυτικά στη μεριά της Ελλάδας, έπλεε με οικονομική ταχύτητα και φαινόταν μικρούτσικο στην μεγάλη απεραντοσύνη του υγρού στοιχείου. Θυμήθηκε την πελαγίσια του ζωή, και η νοσταλγία  τον κυρίευσε. Τον πήρε πίσω στα παλιά, και σκέφτηκε ότι αν ο ίδιος τώρα ήταν πλήρωμα στο βαπόρι, ίσως να στεκόταν στο τιμόνι και να αγνάντευε από τα βάθη των μακρινών οριζόντων το χωριό του. 

Στάθηκε στο αναπόλημα του αρκετή ώρα, και ύστερα αφήνοντας έναν νοσταλγικό αναστεναγμό, ξαναφόρεσε τη μάσκα, πήρε μια βαθιά ανάσα και βούτηξε στα γαλανά νερά.

Δεινός κολυμβητής όπως ήταν, χωρίς δυσκολία διένυσε το μεγάλο βάθος των πολλών οργιών. Φτάνοντας στα ριζά του υφάλου, πέρα πάνω στην άσπρη άμμο αντίκρυσε μια σκιά που του κίνησε το ενδιαφέρον και πλησιάζοντας τον έκανε να σαστίσει.

Έμοιαζε με περίεργο σχηματισμό της άμμου, αλλά ήταν πεπεισμένος πως επρόκειτο για ένα θαλάσσιο τέρας.

‘Έμοιαζε με σχήμα δράκου, ένα σκούρο μεγάλο πράγμα, και αμέσως ο νους του πήγε στις ιστορίες που του έλεγε ο κύρης του. Παρατήρησε καλά μήπως ήταν μια διάθλαση ή μια σκιά, όμως όχι, το σχήμα έμοιαζε με τεράστιο κάβουρα, και ο νους του έτρεξε στο παλιό Ακριτικό τραγούδι για τον «κάουρο που δρακόντεψε τζι΄ έτρωεν τους αρκομένους»

Ήταν πολύ μεγάλος, ίσα με πεντέξι μέτρα με τις τεράστιες δαγκάνες ανοιχτές, ένα φοβερό πράγμα, σίγουρα πολύ επικίνδυνο σκέφτηκε ο Βασίλης.

Το σώμα του ολόκληρο φορτωμένο με φύκια και σπόγγους αν ήταν σε κάποια σχισμή ή σπηλιά, δεν θα διακρινόταν. Όμως τώρα εκεί ξαπλωμένος στην άσπρη άμμο που κοιμόταν, ξεχώριζε όπως η μύγα στο γάλα και έμοιαζε από ψηλά μια σκιά δράκου.

Όσο αντέχαν τα πνευμόνια του τον περιεργάστηκε, και όταν δεν άντεχε άλλο ανέβηκε στην επιφάνεια να πάρει άλλη μια ανάσα και να ξαναβουτήξει. Πιστεύοντας πως ο κάβουρας κοιμόταν και καθώς ο ίδιος ήταν πολύ τολμηρός, ήθελε να τον κοντέψει και να τον μελετήσει καλύτερα. Σίγουρα δεν του πέρασε η σκέψη να τον καμακώσει γιατί δεν ήταν ένας άλλος Διγενή Ακρίτας με υπερφυσικές δυνάμεις που μπορούσε να νικήσει ένα τέτοιο θεριό. Ήθελε όμως να μάθει όσα μπορούσε και μη σκιάζοντας από φόβο, ξαναβούτηξε με σκοπό να πάει όσο κοντά γινόταν και να τον παρατηρήσει λεπτομερώς.

Με την αδρελανίλη στα ύψη από την σπουδαία ανακάλυψη του κατέβηκε στο βυθό, για να ανακαλύψει όμως με απογοήτευση πως ο κάβουρας είχε εξαφανιστεί. Κάπου θα είχε τρυπώσει σκέφτηκε, και όσο τον κρατούσε η αναπνοή του έψαξε γύρω στις σχισμές του υφάλου να τον ανακαλύψει. Μάταια όμως, το θεριό είχε χαθεί. 

Τον επόμενο καιρό κάθε φορά που έβγαινε να ψαρέψει, βουτούσε πάντα στις Ξέρες του Φουρφουρή με μια ελπίδα μήπως ξανασυναντήσει τον δράκο που του έλεγε ο πατέρας του, που τον συνάφερναν τα Ακριτικά τραγούδια, που τον συνάντησε ο ίδιος.

Δεν τον ξανάδε, και καμιά φορά σκεφτόταν μήπως όλα ήταν ένα όνειρο που του φανηκε πραγματκό γεγονός. Και όταν τις νύχτες στο καφενείο του χωριού έλεγε την ιστορία, κανείς δεν τον πίστευε, νόμιζαν πως όλα ήταν βγαλμένα από τη φαντασία του.

Όμως ο ίδιος ήξερε πως ήταν αλήθεια αφού είδε τον δράκοντα με τα ίδια του τα μάτια από πολύ κοντινή απόσταση.

ΚΥΡΙΑΚΟΣ ΤΑΠΑΚΟΥΔΗΣ