Ο ΚΥΚΛΩΝΑΣ

Ο Βασίλης στεκόταν στη πρύμη του καϊκιού με τον βοηθό του ένα μαυράκι με βαμμένα κόκκινα μαλλιά να επιθεωρά ένα από τα παλαμάρια στην προκυμαία που έδεσαν το καΐκι.

Είχαν ξεκινήσει με την μεγάλη τράτα ένα ταξίδι και προορισμό το Καστελόριζο, αλλά ενώ είχαν ξανοιχτεί πολλές ώρες, έλαβαν σήμα πως έρχεται κυκλώνας. Η προειδοποίηση ερχόταν έγκαιρα ώρες πολλές ή και μέρες πριν, έτσι είχαν καιρό να επιστρέψουν ασφαλείς στο λιμάνι.

Τυφώνες και κυκλώνες είναι επικίνδυνα καιρικά φαινόμενα που παρατηρούνται στη διάρκεια των θερμότερων μηνών του χρόνου. Είναι θυελλώδεις άνεμοι που περιστρέφονται γύρω από ένα μετακινούμενο σημείο.

Στη Μεσόγειο θάλασσα σπάνια συνέβαιναν λόγω της ξηρής φύσης και της γεωγραφικής της θέσης, έτσι αυτή η ειδοποίηση ήταν κάτι ξαφνικό. Όμως καθώς είναι πολύ επικίνδυνο φαινόμενο, κανείς υπεύθυνος καραβοκύρης δεν μπορούσε να το παραβλέψει και να συνεχίσει την πορεία του. Έτσι λοιπόν, ο Βασίλης οδήγησε το καΐκι πίσω στη στεριά, μέσα στο λιμάνι της Πάφου και την ασφάλεια του.

Άρχισαν οι ναύτες υπό την καθοδήγηση του Βασίλη να στερεώνουν τα ακίνητα του πλοίου, ώστε περνώντας ο τυφώνας να τους αφήσει όσο λιγότερες ζημιές.

Η ζέστη ήταν αφόρητη και η υγρασία του καιρού την έκανε χειρότερη. Όπως βιαστικά μάχονταν να τελειώσουν τις δουλειές και να εγκαταλείψουν το πλοίο να γυρέψουν καταφύγιο στη στεριά, έτσι βιαστικά άρπαξαν τα μπαγκάζια τους καθώς ξαφνικά ο καιρός πήρε να δροσίζει περίεργα. Και η δροσιά έφερε κάποια θολούρα στον αέρα και σε λίγο έγινε πολλή θολούρα, ο αέρας σήκωσε ψιλοάφρισμα και τα πλεούμενα στο μικρό λιμάνι άρχισαν μικρά κουνήματα που όλο δυνάμωναν. Ο ουρανός έγινε γκρίζος και η θάλασσα πήρε ένα σκοτεινό χρώμα ενώ έξω τα καταστήματα με αμπαρωμένες τις πόρτες, και αυτά έγιναν γκριζωπά μέσα στη θολούρα του καιρού.

Βιαστικοί μπήκαν τελευταίοι στο παλιό Λιμεναρχείο που τους περίμεναν, οι αρχές μαζί με άλλους ναυτικούς και ψαράδες και έκλεισαν τη βαριά πόρτα. Στάθηκαν στα παράθυρα και παρακολουθούσαν τον ουρανό. Ο άνεμος δυνάμωνε καθώς από μακριά ο Τυφώνας ενώ ταξίδευε και πριν την άφιξη του, τον έστελνε με πολλά μποφόρ σαν προπομπό. Μέσα στα σκοτεινιά σύννεφα πέρα μακριά, φάνηκε η κυκλική δίνη του Κυκλώνα πολύ εμφανής που έκανε τις καρδιές όλων να σφιχτούν και να φοβηθούν. Καταλάβαιναν πως θα ήταν πολύ φοβερός, πως θα έφερνε καταστροφές, πως πολλές βάρκες και καΐκια στο μόλο θα έσπαζαν και θα παρασέρνονταν μαζί του. Παρακαλούσαν το Θεό να μην κρατήσει πολύ, και να φύγει γρήγορα όπως και γρήγορα ήρθε.

Ένα βούισμα άρχισε από μακριά που όλο δυνάμωνε και η σκοτεινιά και ο θόρυβος ήταν απερίγραπτα. Με δέος και σφικτά τα δόντια, έκλεισαν τα παραθυρόφυλλα και με αγωνία πρόσμεναν το αναπόφεκτο.

Ήξεραν πως οι τυφώνες διαρκούν από λίγες ώρες μέχρι λίγες μέρες. Γνώριζαν επίσης πως στη Μεσόγειο δύσκολα και σπάνια είχαν μεγάλη έκταση όπως σε κάποιες χώρες τροπικές όπου προκαλούνταν Βιβλικές καταστροφές. Παρ όλα αυτά ανέβηκαν στο δεύτερο όροφο του κτιρίου για καλό και κακό μήπως το κτίριο πλημυρίσει όταν τα κύματα θα έβγαιναν έξω.

Και ήρθε ο κυκλώνας, και τους τάραξε συθέμελα. Η βουή του ήταν φοβερή και ο θόρυβος του έκρυβε κάθε άλλο από τις καταστροφές που προκαλούσε. Ήταν ένα μεγάλο κακό που δεν περιγράφεται με λέξεις. Για ώρες αμέτρητες με την αγωνία να σκιάζει τα πρόσωπα τους χωρίς να μπορούν να μιλούν από το μεγάλο βουητό, οι περισσότεροι προσεύχονταν στον Άγιο Νικόλα να σώσει τις βάρκες τους. Ήταν φτωχοί ψαράδες και οι βάρκες όλη η περιουσία τους. Δεν έλπιζαν σε τίποτα, όμως ασυναίσθητα όπως είναι η φύση του ανθρώπου στα δύσκολα να στρέφεται στο Θεό, έτσι και αυτοί εναπόθεσαν τις μηδαμινές ελπίδες τους σε αυτόν. 

Κράτησε πολλές ώρες και ανακουφισμένοι που δεν κράτησε μέρες, όταν έφυγε και καταλάγιασε και ένιωσαν ασφαλείς,  άνοιξαν τα παραθύρια και κοίταξαν έξω.

Παντού ερημιά και καταστροφή, το μόνο που έστεκε αγέρωχο χωρίς ζημιές ήταν το αρχαίο κάστρο. Όλα τα άλλα τα σάρωσε ο αγέρας και τα παρέσυρε η θάλασσα. Οι πρόχειρες κατασκευές έξω από τα μαγαζιά είχαν παρασυρθεί και εδώ και εκεί έβλεπαν σπασμένα κουπιά από βάρκες.

Όλες οι βάρκες που ήταν δεμένες στο λιμάνι, οι περισσότερες είχαν εξαφανιστεί άλλες στον πάτο της θάλασσας και άλλες με τα σπασμένα απομεινάρια απλωμένα στο μόλο του λιμανιού και ακόμα πιο πέρα, πολύ μακριά, στους δρόμους και στις γειτονιές. Όλα τα πλεούμενα υπέστησαν μεγάλες ζημιές, καθώς τα κύματα τα σκέπασαν ολοσχερώς με μεγάλη ένταση.

Τι καΐκι του Βασίλη έστεκε εκεί δεμένο, αλλά και αυτό καραβοτσακισμένο με πολλές ζημιές.

Δίπλα του το αραπάκι με τα κόκκινα μαλλιά έστεκε και δάκρυα έσταζαν από τα μάτια του. Λυπόταν για τους ψαράδες, λυπόταν για το αφεντικό του, λυπόταν για τον ίδιο. 

Ο Βασίλης μεγάλωσε και έζησε μια δύσκολη ζωή και έμαθε να τα αντικρύζει όλα με τη λογική προσπαθώντας να τα βλέπει όλα ρεαλιστικά ώστε τοιουτοτρόπως να μην τον παίρνουν κάτω τα δύσκολα και οι αποτυχίες. Με μια στωικότητα αντίκρυζε τα γεγονότα και δεν άφηνε τα κακά συναισθήματα να τον κυριαρχούν και να τον αποδυναμώνουν.

Έτσι και σ’ αυτήν περίπτωση που είδε το καΐκι του σχεδόν κατεστραμμένο, με κυρίαρχα συναισθήματα αποφάσισε πως δεν θα τον έθλιβε η καταστροφή και να τον ρίξει κάτω. Αποφάσισε πως από την αρχή με δουλειά και υπομονή θα ξανάφτιαχνε το καΐκι.

Με αυτά τα αισθήματα στην καρδιά, προσπάθησε να εμψυχώσει και να δώσει θάρρος στον στεναχωρημένο βοηθό του που βλέποντας τον δακρυσμένο, αντί να μαραζώσει για πάρτη του, λυπήθηκε γι αυτόν, και χωρίς να δείχνει τη στεναχώρια του, του είπε να μην λυπάται γιατί όλα διορθώνονται. Θα έβγαζαν το καΐκι στο καρνάγιο και θα το επιδιόρθωναν από αρχής.

ΚΥΡΙΑΚΟΣ ΤΑΠΑΚΟΥΔΗΣ

Ο ΔΡΑΚΟΣ ΤΗΣ ΘΑΛΑΣΣΑΣ

Ο Βασίλης γύρισε από τα ξένα ύστερα από πολλά χρόνια που σαν ναυτικός όργωσε θάλασσες και ωκεανούς και επισκέφτηκε πολλά λιμάνια του κόσμου και είδε και γνώρισε πολλά, άλλα πράγματα διαφορετικά από ότι ήταν συνηθισμένος στη μικρή του πατρίδα.

Παιδεύτηκε πολύ πάνω σε ποντοπόρα πλοία, αλλά ευχαριστημένος που γύρισε τον κόσμο και με ένα καλό κομπόδεμα στράφηκε στον τόπο του όπου πάλι με σκληρή εργασία, έφτιαξε την δική του επιχείρηση, άνοιξε ένα ιχθυοπωλείο που με τον καιρό αναπτύχθηκε και κατέλαβε όλες τις αγορές. Συνεργάστηκε με τους ψαράδες της περιοχής και ανέλαβε την προώθηση της πώλησης των ψαριών τους. Προσέλαβε υπαλλήλους και έστρωσε τη δουλειά σε σημείο που πλέον όλα κυλούσαν ομαλά και ο ίδιος δεν χρειαζόταν να δουλεύει, παρα μόνο να επιβλέπει και να συμβουλεύει. 

Όμως μαθημένος με τη θάλασσα, δεν μπορούσε να την παρατήσει και να είναι μακριά της. Έτσι αγόρασε ένα ψαροντούφεκο και πολλές από τις ελεύθερες του ώρες, κολυμπούσε και ψάρευε στα γνωστά μέρη τα παλιά, κυρίως στις ξέρες του Φουρφουρή που βρίσκονται μερικές εκατοντάδες μέτρα μακρύτερα από τη στεριά της Χλώρακας, ίσαμε χίλια μέτρα. Είναι μια μικρή έκταση βραχώδης αβαθής βυθός, ένα κομμάτι υπερυψωμένου θαλάσσιου πυθμένα, που μόλις σκεπαζόταν από το νερό. Τα φυτά και τα φύκια βλαστούσαν άφθονα, και ήταν τροφή για τους θαλάσσιους οργανισμούς, και αυτοί με τη σειρά τους τροφή άλλων μεγαλύτερων ψαριών. Έτσι οι ξέρες ήταν καλός τόπος για έναν ψαρά ειδικά για το Βασίλη που ήξερε κάθε σχισμή τους που μέσα κολυμπούσαν τα ψάρια.

Ο Βυθός γύρω από αυτές ήταν πολύ βαθύς, έτσι υπήρχαν ψάρια όλων των ειδών, από είδη που ζούσαν στα ξέβαθα και είδη που ζούσαν στα βαθιά. Όμως ο Βασίλης ήταν καλός βουτηχτής και με μεγάλη αναπνοή, έτσι χωρίς οξυγόνα βουτούσε στα βαθιά, έως εκεί που ξεκινούσε ο ύφαλος.

Εκεί τα νερά ήταν παγωμένα σε μεγάλο δυσανάλογο βαθμό από την επιφάνεια, κάτι που ευνοούσε την ανάπτυξη τεράστιων αστακών.

Οι αστακοί συνήθως έχουν μήκος ενός ποδιού και βάρος ενός κιλού και σπάνια το υπερβαίνουν. Όμως εδώ στις ξέρες του Φουρφουρή, τα μεγέθη τους ήταν υπερδιπλάσια. Κατά παράδοξον τρόπο, το ψυχρότατο νερό του βυθού, τους ευνοούσε. 

Ο Βασίλης λοιπόν εκείνη τη μέρα είχε σκοπό να ψαρέψει αστακούς, έτσι με το ψαροντούφεκο κουβαλούσε στον ώμο και ένα μεγάλο καμάκι. Ήξερε καλά τις χαράδρες του Φουρφουρή, γι’ αυτό καμιά φορά δεν είχε γυρίσει με άδεια χέρια. Παλιά που ζούσε ο γέρο Βασίλης ο πατέρας του, τον είχε διδάξει καλά, και αυτός ως καλός μαθητής, είχε μάθει πολλά.

Θυμάται που τον ορμήνευε, που του έδινε συμβουλές και του διηγόταν πολλές ιστορίες για τη θάλασσα. Για ναυάγια, για πνιγμούς, για ψάρια που έμοιαζαν με δράκους. Για το μεγαλείο που εμπεριέκλειε και τα θαυμαστά αφανέρωτα μυστικά που έκρυβε.

Θυμάται που του έλεγε για ένα θαλάσσιο τέρας με μεγάλες δαγκάνες που είχε συναντήσει μια φορά στα ξέρες της Χλώρακας, και του έλεγε να είναι προσεκτικός όταν βουτούσε στα βαθιά.

Όσα έμαθε από αυτόν τα συνάντησε αληθινά, γι’ αυτό πίστευε πώς και η ιστορία με τον δράκο ήταν εν μέρη αληθινή. Καθώς λοιπόν όλα όσα τον δίδαξε τα συνάντησε στη ναυτική του σταδιοδρομία εξόν από τον δράκο, έλπιζε κάποια στιγμή να τον ανακαλύψει και ο ίδιος. Πίστευε σίγουρα πως του έλεγε αλήθεια, αλλά από την άλλη ίσως να επρόκειτο για κάποια οφθαλμαπάτη ή κάποιο παράξενο άγνωστο ψάρι που ήρθε από τους ωκεανούς. Πάντα είχε αυτές τις σκέψεις στο μυαλό όποτε βουτούσε στις ξέρες του Φουρφουρή

Κολυμπώντας με τη μάσκα και κατεύθυνση τον Φουρφουρή, παρακολουθούσε τον κρυστάλλινο βυθό, τα βράχια, τη βλάστηση, τα ελάχιστα σφουγγάρια που απέμειναν ζωντανά αλλά καχεκτικά πλέον στον άλλοτε κατάσπαρτο από το είδος βυθό. Τα ψάρια που και αυτά λιγόστεψαν σε επικίνδυνο βαθμό από την υπεραλιευση, κολυμπούσαν δίπλα του, αλλά αυτός συνέχιζε το δρόμο του προσπερνώντας τα χωρίς να τα ντουφεκίζει καθώς είχε σκοπό να ψαρέψει μόνο αστακούς.

Έφθασε στις ξέρες και τις ανέβηκε. Στάθηκε όσο να ξεκουραστεί λίγο για το μεγάλο μακροβούτι, και όσο να πάρει μια ανάσα, η ματιά του στράφηκε και αγνάντεψε την απεραντοσύνη του πελάγου εκεί που τέλειωνε η θάλασσα. Ένα βαπόρι που κατευθυνόταν δυτικά στη μεριά της Ελλάδας, έπλεε με οικονομική ταχύτητα και φαινόταν μικρούτσικο στην μεγάλη απεραντοσύνη του υγρού στοιχείου. Θυμήθηκε την πελαγίσια του ζωή, και η νοσταλγία  τον κυρίευσε. Τον πήρε πίσω στα παλιά, και σκέφτηκε ότι αν ο ίδιος τώρα ήταν πλήρωμα στο βαπόρι, ίσως να στεκόταν στο τιμόνι και να αγνάντευε από τα βάθη των μακρινών οριζόντων το χωριό του. 

Στάθηκε στο αναπόλημα του αρκετή ώρα, και ύστερα αφήνοντας έναν νοσταλγικό αναστεναγμό, ξαναφόρεσε τη μάσκα, πήρε μια βαθιά ανάσα και βούτηξε στα γαλανά νερά.

Δεινός κολυμβητής όπως ήταν, χωρίς δυσκολία διένυσε το μεγάλο βάθος των πολλών οργιών. Φτάνοντας στα ριζά του υφάλου, πέρα πάνω στην άσπρη άμμο αντίκρυσε μια σκιά που του κίνησε το ενδιαφέρον και πλησιάζοντας τον έκανε να σαστίσει.

Έμοιαζε με περίεργο σχηματισμό της άμμου, αλλά ήταν πεπεισμένος πως επρόκειτο για ένα θαλάσσιο τέρας.

‘Έμοιαζε με σχήμα δράκου, ένα σκούρο μεγάλο πράγμα, και αμέσως ο νους του πήγε στις ιστορίες που του έλεγε ο κύρης του. Παρατήρησε καλά μήπως ήταν μια διάθλαση ή μια σκιά, όμως όχι, το σχήμα έμοιαζε με τεράστιο κάβουρα, και ο νους του έτρεξε στο παλιό Ακριτικό τραγούδι για τον «κάουρο που δρακόντεψε τζι΄ έτρωεν τους αρκομένους»

Ήταν πολύ μεγάλος, ίσα με πεντέξι μέτρα με τις τεράστιες δαγκάνες ανοιχτές, ένα φοβερό πράγμα, σίγουρα πολύ επικίνδυνο σκέφτηκε ο Βασίλης.

Το σώμα του ολόκληρο φορτωμένο με φύκια και σπόγγους αν ήταν σε κάποια σχισμή ή σπηλιά, δεν θα διακρινόταν. Όμως τώρα εκεί ξαπλωμένος στην άσπρη άμμο που κοιμόταν, ξεχώριζε όπως η μύγα στο γάλα και έμοιαζε από ψηλά μια σκιά δράκου.

Όσο αντέχαν τα πνευμόνια του τον περιεργάστηκε, και όταν δεν άντεχε άλλο ανέβηκε στην επιφάνεια να πάρει άλλη μια ανάσα και να ξαναβουτήξει. Πιστεύοντας πως ο κάβουρας κοιμόταν και καθώς ο ίδιος ήταν πολύ τολμηρός, ήθελε να τον κοντέψει και να τον μελετήσει καλύτερα. Σίγουρα δεν του πέρασε η σκέψη να τον καμακώσει γιατί δεν ήταν ένας άλλος Διγενή Ακρίτας με υπερφυσικές δυνάμεις που μπορούσε να νικήσει ένα τέτοιο θεριό. Ήθελε όμως να μάθει όσα μπορούσε και μη σκιάζοντας από φόβο, ξαναβούτηξε με σκοπό να πάει όσο κοντά γινόταν και να τον παρατηρήσει λεπτομερώς.

Με την αδρελανίλη στα ύψη από την σπουδαία ανακάλυψη του κατέβηκε στο βυθό, για να ανακαλύψει όμως με απογοήτευση πως ο κάβουρας είχε εξαφανιστεί. Κάπου θα είχε τρυπώσει σκέφτηκε, και όσο τον κρατούσε η αναπνοή του έψαξε γύρω στις σχισμές του υφάλου να τον ανακαλύψει. Μάταια όμως, το θεριό είχε χαθεί. 

Τον επόμενο καιρό κάθε φορά που έβγαινε να ψαρέψει, βουτούσε πάντα στις Ξέρες του Φουρφουρή με μια ελπίδα μήπως ξανασυναντήσει τον δράκο που του έλεγε ο πατέρας του, που τον συνάφερναν τα Ακριτικά τραγούδια, που τον συνάντησε ο ίδιος.

Δεν τον ξανάδε, και καμιά φορά σκεφτόταν μήπως όλα ήταν ένα όνειρο που του φανηκε πραγματκό γεγονός. Και όταν τις νύχτες στο καφενείο του χωριού έλεγε την ιστορία, κανείς δεν τον πίστευε, νόμιζαν πως όλα ήταν βγαλμένα από τη φαντασία του.

Όμως ο ίδιος ήξερε πως ήταν αλήθεια αφού είδε τον δράκοντα με τα ίδια του τα μάτια από πολύ κοντινή απόσταση.

ΚΥΡΙΑΚΟΣ ΤΑΠΑΚΟΥΔΗΣ

ΤΟ ΧΡΥΣΟ ΡΟΛΟΪ

Ο Βασίλης ως νεανίας στα άλμπουρα μιας ηλικίας που δεν λογάριαζε κινδύνους και η αφοβιά κυριαρχούσε στο είναι του, όταν έπλεε τη βάρκα του στις ανοιχτές θάλασσες, καμιά φορά που νύσταζε και τα κύματα ήταν ήρεμα, έγερνε στην κουπαστή και αποκοιμιόταν. Δεν φοβόταν μην παρασυρθεί από τα ρεύματα διότι ο ύπνος του ήταν λίγος, και πάντα ξυπνούσε έγκαιρα για να επανακαθορίσει την πορεία του. Του άρεσαν αυτές οι στιγμές γιατί ήταν μια ανάπαυλα στην ταραχώδη εργασία του, δεν σκεφτόταν αν θα πιάσει ψάρια, δεν σκεφτόταν αν θα θρέψει την γριά μάνα του και την μικρή αδερφή του. Λαγοκοιμόταν και η ψυχή του ηρεμούσε και αγαλιούσε κυρίως όταν στα  ονείρατα του ο Μορφέας εμφανιζόταν ως μια άλλη μορφή, ως μια συγκεκριμένη γοργόνα που γι αυτήν ο Βασίλης ένιωθε αιώνια ευγνωμοσύνη καθώς μια φορά όταν μικρός ξανοίχτηκε στα βαθιά και η θάλασσα απότομα αγρίεψε και ο καιρός σκοτείνιασε, και τα κουπιά του έσπασαν και δεν είχε σωτηρία, σαν από μηχανής Θεά φανερώθηκε ανάμεσα στα κύματα μια γοργόνα, η αδερφή του Μέγα Αλέξανδρου η καλή νεράιδα που ήταν βοηθός των ανθρώπων και τον βοήθησε.

Για το Βασίλη η θάλασσα στο Δήμμα ήταν η ζωή του. Τη δεκαετία του ‘50, με τη μικρή του ψαρόβαρκα που έγραφε πάνω το όνομά του, ξανοιγόταν από τα ξημερώματα στο πέλαγο και αφηνόταν στην ηρεμία του απέραντου γαλάζιου. Δεν του έμεινε φόβος από όσα τραγικά έζησε στο υπερφυσικό περιβάλλον της θάλασσας, παρα μόνο από τις δυσκολίες που του προέκυψαν, απόκτησε πολλές εμπειρίες αργότερα πολύ υποβοηθητικές στο δύσκολο επάγγελμα του.

Θυμόταν σαν να ήταν χτες που η καλή γοργόνα τον βοήθησε να γλυτώσει. Πολλές φορές στον ξύπνιο και στον ύπνο του έβλεπε την ωραία μορφή της να του χαμογελά. Την θεωρούσε φύλακα Άγγελο, μάνα, μοίρα, αγαπητικιά, και συντρόφισσα της μοναξιάς του.

Έτσι εκείνη τη δροσερή μέρα καθώς έγειρε στη κουπαστή να ξαποστάσει, τα βλέφαρα του βάρυναν και τα μάτια του έκλεισαν σε ένα ελαφρύ ύπνο. Με νανούρισμα τον ήχο των ελαφριών κυμάτων που έσμιγαν με το απαλό αγέρι του νοτιά, παραδόθηκε στην αγκαλιά του Μορφέα.

Και τον πήρε από το χέρι ο Μορφέας και τον παρέδωσε στη καλή γοργόνα την αδερφή του Μέγα Αλέξανδρου και αυτή με μια αγκαλιά τον άρπαξε και τον παρέσυρε μαζί της στους βυθούς των Ωκεανών. Και ταξίδεψαν μακριά στα πέρατα και στις άκριες των θαλασσών σε ένα ταξίδι μαγικό και ονειρεμένο, μέσα στα γαλανά νερά που άλλοτε φωτεινά και άλλοτε σκοτεινά ενάλλασαν τη μεγαλοπρέπεια της θέας του βυθού με τα πολλά μυστικά που έκρυβε.

‘Ένα ταξίδι όμορφο σε μια θάλασσα γεμάτη ζωή και αξεπέραστες ομορφιές με σπάνια είδη ψαριών, υφάλους, κοράλλια, απέραντη ξανθή άμμο, οάσεις γιγάντιων φυκιών, κάμπους από πανέμορφα σφουγγάρια, παλιά ναυάγια και πολλά άλλα που δεν τα βάνει ο νους.

Ο ήχος του βυθού σαν βάλσαμο αντηχούσε στα αφτιά του ενώ διέσχιζαν με ιλιγγιώδη ταχύτητα τις αποστάσεις και όλο πήγαιναν μακρύτερα σε καινούργιες θάλασσες με περισσότερα αφανέρωτα πράγματα, σαν ταινία σινεμά, και αυτός θεατής παρακολουθούσε και παρακαλούσε το ταξίδι να μην τέλειωνε ποτέ.

Θησαυροί απλωμένοι από ναυάγια πλοίων, άλλα τσακισμένα από τις τρικυμίες και άλλα ανέπαφα που βυθίστηκαν αύτανδρον.

 Και τέλος πριν το ονειρικό ταξίδι τελειώσει, άραξαν να ξεκουραστούν στην πρύμη ενός βυθισμένου καραβιού αλλιώτικου από τα άλλα. Ανέπαφο και σε κατάσταση που ο χρόνος δεν άγγιξε, ένα παλιό Πειρατικό καθισμένο στην άμμο όπως να βούλιαξε εχτές και έλειπαν μόνο οι ναύτες.

Ο Βασίλης εκστασιασμένος από τα όσα όμορφα είδε, άφησε την αγκαλιά της καλής γοργόνας και προχώρησε και ανέβηκε στη γέφυρα του πλοίου, μια καμπίνα λίγο ψηλότερα από το κατάστρωμα. Ανέπαφα χωρίς ίχνος καταστροφής, όλα τα αντικείμενα ήταν στη θέση τους και πάνω στο τραπέζι δίπλα από τα εργαλεία που ο Καπετάνιος χάρασσε πορεία, ένα χρυσό ρολόι που η αλυσίδα του και αυτή χρυσή, λαμπύριζε στο γαλάζιο φως της θάλασσας.

Του άρεσε πολύ του Βασίλη το παλιό ρολόι, και σκέφτηκε να το πάρει για να θυμάται το όμορφο ταξίδι. Το έβαλε στη τσέπη έτοιμος να συνεχίσει το ωραίο ταξίδι με την καλή γοργόνα, όταν ξαφνικά ένα ταρακούνημα τον έκανε να αναπηδήσει. 

Απότομα όπως όλα άρχισαν, έτσι τέλειωσαν. Είχε σηκώσει θάλασσα και ένα κύμα ταρακούνησε τη βάρκα. Κατάλαβε πως όλα ήταν στο όνειρο του, και καθώς τώρα ξεκούραστος, ξεκίνησε τη μηχανή και συνέχισε την πορεία του.

Κάτι τέτοιες φορές που ξεκουραζόταν στην κουπαστή της βάρκας με παρέα τον Μορφέα, πολύ του άρεσαν, αλλά σήμερα ευχαριστήθηκε περισσότερο καθώς ο καλός Θεός του ύπνου του έστειλε για παρέα την καλή γοργόνα την αδερφή του Μέγα Αλέξανδρου, που τον είχε βοηθήσει εκείνη τη φορά να μην πνιγεί, και σαν από θαύμα να σωθεί. 

Όταν το σούρουπο άρχισε να έρχεται, γύρισε το τιμόνι και έβαλε πλώρη για το Δήμμα, το απάνεμο λιμανάκι στα νότια ακρογιάλια της Χλώρακας. Ήταν ευχαριστημένος, πέρασε άλλη μια ήρεμη μέρα χωρίς έγνοιες με τα ψάρια που ψάρεψε να είναι αρκετά για τον επιούσιο της οικογένειας του.

Έτσι περνούσε τον καιρό του και εκτός από τα όνειρα που έκανε για το μέλλον όταν θα μεγάλωνε, του άρεσε αυτή η απόλυτη ηρεμία μακριά από τους ανθρώπους και το θόρυβο της πολυκοσμίας. Καθημερινά αυτή ήταν η ζωή του, μόνος του ή με κάποιους φίλους του, κάθε μέρα στη θάλασσα να αγωνίζεται για να πιάσει ψάρια. Ένα δύσκολο επάγγελμα, όμως ωραίο τόσο που μόνο οι ναυτικοί γνωρίζουν, και όσοι έμαθαν να αγαπούν τη θάλασσα και να τη μάχονται χωρίς να τη φοβούνται.

Μπήκε με χαμηλή ταχύτητα στο μικρό λιμανάκι και έδεσε τη βάρκα. Μάζεψε στο ζεμπίλι τα ψάρια, και με ένα σάλτο πήδηξε στη στεριά για να πάρει το κακοτράχαλο μονοπάτι που θα τον έβγαζε στο χωριό, στο σπίτι του.

Με το σάλτο όμως, ένοιωσε ένα βαρίδι στη τσέπη του να τον χτυπά στον μηρό. Παραξενεύτηκε αφού τις είχε άδειες, και έβαλε το χέρι μέσα. Βγάζοντας το, μέσα στην παλάμη αντίκρυσε ένα όμορφο χρυσό ρολόι με την αλυσίδα να κρεμιέται από τα δάχτυλα του. Αποσβολωμένος έμεινε σαν στήλη άλατος χωρίς να μπορεί να καταλάβει.

Όμως όταν το σοκ λίγο πέρασε, βρήκε τη λύση. Ήξερε πως όλα αυτά μόνο στα παραμύθια και στα όνειρα συμβαίνουν, άρα ακόμα έβλεπε όνειρο, ακόμα κοιμόταν και ο Μορφέας του σκάρωνε παιχνίδια. 

Πήρε λοιπόν το στενό μονοπάτι για το χωριό ο Βασίλης και ανηφορίζοντας το, άλλη σκέψη στο μυαλό δεν είχε παρά μόνο ήθελε να καταλάβει αν ακόμα ήταν στον ύπνο ή στον ξυπνητό του.

 

 

Ο ΠΑΛΙΟΣ ΑΜΦΟΡΕΑΣ

Ο Βασίλης κάθε λίγο καιρό έφευγε από το μεγάλο αρχοντικό στην πόλη και κίναγε στο χωριό στο παλιό πατρικό του σπίτι, ένα μικρό σπιτάκι με δυο κάμαρες κτισμένες με πηλό και πέτρα. Αν και παρατημένο και εγκαταλειμμένο πλέον, εντούτοις έστεκε καλά καθώς το συντήρησε και το επιδιόρθωσε. Το ήθελε εκεί, να στέκει στο χρόνο σαν μνημείο αιώνιο να του θυμίζει τα παλιά και κάθε φορά αντικρύζοντας το να ανασκαλίζει το παρελθόν και να ενθυμείται τα τόσα γεγονότα που συνέβησαν, τις τόσες δυσκολίες και κακουχίες εκείνης της παλιάς εποχής που έζησε αλλά που όμως τον άνδρωσαν και τον σκληραγώγησαν και τον μεταμόρφωσαν σε ένα παλικάρι που με θάρρος μόχθησε σκληρά σε όλη του τη ζωή και κατάφερε να πραγματοποιήσει τα όνειρα του. 

Το μεγάλο αμάξι κυλούσε με χαμηλή ταχύτητα στο δρόμο και διέσχιζε τη μεγάλη πεδιάδα που παλιά ήταν γεμάτη περβόλια με τις όχθες βλαστημένες από καταπράσινα αιωνόβια δένδρα και που έμοιαζαν τον τόπο ίδιο παράδεισο, αλλά που σήμερα ήταν ίδιος γκρίζο τοπίο κτισμένο από μπετόν όπου  σε μια σύγχρονη εποχή ασυλλόγιστης και άναρχης ανάπτυξης, οι άνθρωποι μετέτρεψαν τον τόπο σε σκυθρωπό και μουντό περιβάλλον.

Ήταν ο δρόμος πλατύς, αριστερά η θάλασσα αποκομμένη και σκιασμένη από τα μεγάλα ξενοδοχεία, ενώ στα δεξιά τα καινούργια κτίσματα και διαμερίσματα είχαν γεμίσει τον κάμπο αντικαθιστώντας όλη τη βλάστηση με στενά και πλατιά δρομάκια έχοντας μόνη πρασινάδα μικρά καχεκτικά δεντράκια φυτεμένα πάνω στα πεζοδρόμια.

Η θάλασσα της Χλώρακας με τις απόκρημνες ακτογραμμές και τους μικρούς κολπίσκους που ήταν φυσικά απάνεμα λιμανάκια, σήμερα δεν ήταν ίδια, είχαν χαλάσει και αλλάξει από ανθρώπινα χέρα και είχαν αποκοπεί, αφήνοντας ελάχιστες διόδους και προσπελάσεις. Εκεί που έδενε τη βάρκα του έναν παλιό καιρό, σήμερα για να πάει έπρεπε να περπατήσει, να διασχίσει αυλές ξενοδοχείων, και να δρασκελίσει γυμνά κορμιά λουόμενων τουριστών που ξάπλωναν σε ξαπλώστρες απλωμένες σε όλες τις ακτές.

Με θλίψη και κυριευμένος με στενάχωρα συναισθήματα τα έβλεπε και μαύριζε η ψυχή του. Καταλάβαινε πως η πρόοδος ήταν αναπόφευκτη και πως όλα ήταν επακόλουθα της, όμως δεν συμφωνούσε, σκεφτόταν πως έπρεπε όλα να γίνονται με μέτρο και να συνάδουν με το φυσικό περιβάλλον, ακόμα πόσο μάλλον, θα έπρεπε η φύση να προστατεύεται και να υποβοηθείται στην ανάπτυξη της.

Οδηγώντας με μέτρια ταχύτητα διέσχισε τον κάμπο και μπήκε στο χωριό όπου και εκεί είχαν αλλάξει όλα. Τα χωράφια έγιναν οικόπεδα, όλα τα κτίσματα στους δρόμους έγιναν μαγαζιά και από πάνω κτισμένα μικρά κουτάκια - διαμερίσματα  σταματούσαν τον θαλασσινό αγέρα και δεν τον άφηναν να φυσήξει πιο πέρα.

Κατσουφιασμένος και θλιμμένος σταμάτησε στη μικρή αυλή έξω από το παλιό σπίτι. Κατέβηκε και με αργό βήμα πήγε στη πόρτα, την άνοιξε και προχωρώντας προς το μεγάλο παραθύρι άνοιξε τα παντζούρια. Το φως άπλετο εισχώρησε στη σκοτεινή κάμαρη και τα παλιά έπιπλα όμορφα και λιτά, του φάνηκαν ακριβώς ίδια όπως πριν τόσα χρόνια.  

Το παλιό τραπέζι με τις τόνενες καρέκλες καταμεσής της κάμαρης, το μεγάλο σεντούκι στην μια άκρια, τον σκαλιστό καναπέ στην άλλη, και στην παράλλη μια γυάλινη αρμαρόλλα γεμάτη με κοράλλια, σφουγγάρια, και μερικά σπασμένα αρχαία πήλινα αντικείμενα βγαλμένα από τη θάλασσα.

Κάθε φορά που ο Βασίλης άνοιγε την πόρτα στο παλιό σπίτι, οι αναμνήσεις τον κατέκλυζαν και ξανά από την αρχή νοερά ζούσε τα χρόνια του τα παιδικά τα δύσκολα αλλά και όμορφα συνάμα. Πέρασαν πολλές δεκαετίες από τότε, αλλά όπως πάντα όταν ο χρόνος αμείλικτος κυλά και οι μνήμες ξεθωριάζουν στις σκέψεις των ανθρώπων, πολλές από αυτές μένουν ανεξίτηλα γραμμένες ίδιες όπως να συνέβησαν εχτές.

Στάθηκε με το βλέμμα νοσταλγικό να κάνει γύρα στους τοίχους που πάνω είχε κρεμάσει παλιά δίχτυα διακοσμημένα με αστερίες και τα παλιά κουπιά της πρώτης του βάρκας περιπλεγμένα σε αυτά, ενώ πάνω στην αρμαρόλλα ένας ωραιότατος αρχαίος αμφορέας έδινε μια άλλη όψη στο χώρο και του θύμισε τα παλιά χρόνια όταν μικρός ερχόταν τις νύχτες μετά τη σχόλη από το ψάρεμα για να κοιμηθεί λίγες ώρες, πάντα το δείν του έπεφτε πάνω του.

Θυμήθηκε εκείνο το βράδυ αργά που βάσταζε τον μεγάλο αμφορέα με τα δυο του χέρια να μην του πέσει, καθώς κουρασμένος από το βάρος του τον μετέφερε περπατητός από τη θάλασσα, και έβαλε μια φωνή δυνατή στη μάνα του να του ανοίξει την πόρτα. Της φώναξε μια, της φώναξε δυό, αλλά εκείνη λίγο κουφή δεν τον άκουγε. Θυμήθηκε που ξεσήκωσε τη γειτονια και οι γειτόνοι βγήκαν στα παραθύρια και τον ρωτούσαν τι συμβαίνει. Θυμήθηκε τη θεια του μια κακάσχημη γεροντοκόρη που του έβαλε τις φωνές, πιο δυνατές από τις δικές του, να σταματήσει να φωνάζει γιατί ο κόσμος ήθελε να κοιμηθεί. Τώρα ήσαν όλοι πεθαμένοι, Θεός μακαρίσι τους, αλλά οι θύμησες ζωντανές του έφερναν γλυκόπικρη νοσταλγία. 

Ο αμφορέας της ιστορίας μας δεν ήταν σπουδαίος. Ήταν σίγουρα πλασμένος από τα χέρια ενός επιδέξιου κεραμέα και όμοιος με χιλιάδες άλλους αμφορείς. Ίσως γεμάτος με κρασί τοποθετήθηκε στο αμπάρι ενός εμπορικού πλοίου και το ταξίδι που ξεκίνησε έμεινε μεσοστρατίς, είχε βουλιάξει στη θάλασσα του Φουρφουρή καθώς ίσως μια μεγάλη τρικυμία το τσάκισε στις ξέρες. Πέρασαν αιώνες μέσα στο βυθό της θάλασσας, και ήταν της τύχης να πιαστεί στα δίχτυα του Βασίλη και να ανασυρθεί στη στεριά.

Ο Βασίλης αν και πολύ νεαρός, λογαριαζόταν στους καλούς ψαράδες καθώς από γεννησιμιού του ασχολιόταν με το επάγγελμα. Μόλις κατάφερε να αποκτήσει δική του βάρκα θυμάται εκείνη τη φορά μαζί με τους κολλητούς του φίλους τον Αρέστη και τον Κορκό, καλάρισαν δίχτυα για μεγάλα ψάρια, κάτι χοντρά δίχτυα με μεγάλα ανοίγματα, και όπως όλοι οι ψαράδες όταν τα τραβούσαν και τα ένιωθαν βαριά σκέφτονταν πως πολλά μεγάλα ψάρια είχαν πιάσει και χαίρονταν, έτσι οι τρεις φίλοι όταν τα ένιωσαν βαρετά, με αδημονία αλλά προσεχτικά, τα σάρπαραν, αλλά ώ τι δυστυχία τι να δουν, μέσα πιασμένα υπήρχαν λίγα ψάρια μαζί με πέτρες και άλλα πράγματα που είχαν ανασύρει από το βυθό. Στεναχωρήθηκαν πολύ, όχι τόσο επειδή δεν ήταν καλή η ψαριά, όσο επειδή είχαν πιστέψει το αντίθετο.  

Ο Αρέστης με τον Κορκό άρχισαν να διαλέγουν τα ψάρια, ενώ ο Βασίλης περίεργος, έσκυψε να περιεργαστεί τα ξένα αντικείμενα που ανασύρθηκαν με τα δίχτυα. Γεμάτο από ιλύ ανακάλυψε έναν αμφορέα που μόλις τον καθάρισε λίγο, είδε να ξεπροβάλλουν στα τοιχώματα του γεωμετρικά σκαλίσματα . Σιγά σιγά τον καθάρισε περισσ’οτερο και εντυπωσιασμένος ανακάλυψε πως ψάρεψε ένα θαυμαστό αντικείμενο, έναν αρχαίο αμφορέα που ο πλάστης μιας τόσο αρχέγονης τέχνης τον είχε κατασκευάσει τόσο όμορφο και περίτεχνο.

Είχε οριζόντιες λαβές στην κοιλιά και διακόσμηση με ομόκεντρα ημικύκλια και κύκλους που είχαν χαραχθεί με διαβήτη και περιέκλειαν σταυρόσχημα γεωμετρικά σχέδια.

Ο Αρέστης και ο Κορκός αφού τέλειωσαν το ξεψάρισμα των διχτύων, έστρεψαν την προσοχή τους στο Βασίλη και αντίκρυσαν τον ωραιότατο αμφορέα που κρατούσε στα χέρια. Έμειναν και αυτοί να τον αποθαυμάζουν, αλλά στο τέλος μια διαμάχη ξέσπασε μεταξύ τους καθώς τον ήθελαν όλοι για δικό τους.

Θυμάται ο Βασίλης σαν να ήταν χθες, θύμωσε και τους έβαλε τις φωνές. Τους είπε πως ήταν δικός του αφού η βάρκα και τα δίχτυα ήταν δικά του, και πως αυτοί δεν είχαν κανένα δικαίωμα. Θυμωμένος και γυμνασμένος σωστό παλληκάρι, φάνταζε αγριωπός, οπότε οι φίλοι του θέλοντας και μη, σταμάτησαν τη διεκδίκηση.

Τώρα, εκεί μπροστά του τοποθετημένος πάνω στην αρμαρόλλα ο αμφορέας, του θύμισε τον μεγάλο καυγά τους, που ευτυχώς δεν έγινε η αιτία να χαλάσουν τη φιλία τους. Του κράτησαν μούτρα για λίγες μέρες, αλλά ύστερα τους πέρασε και ξανάγιναν φίλοι όπως και πριν, μια μεγάλη φιλία που ακόμα υπάρχει και θα υπάρχει, και θα τους δένει εφ όρου ζωής.

 

ΟΙ ΑΓΙΟΙ ΝΙΚΟΛΗΔΕΣ

Ήταν κατακαλόκαιρο και ο ήλιος ψηλά έκαιγε τα γυμνά κορμιά των νεαρών που μέσα στη μεγάλη βάρκα με ανοιχτό το πανί έπλεαν στα ήσυχα νερά του νοτιά της Χλώρακας. Ένα ελαφρύ αεράκι τους έσπρωχνε έχοντας μπροστά τους τις ξέρες του Φουρφουρή και πίσω τους πάνω στο ψηλό γκρεμμό το κάτασπρο ασβεστωμένο γραφικό ξωκκλήσι του Άη Νικόλα που δέσποζε σαν κυρίαρχος στεριάς και θάλασσας.

Στα βαθιά του ορίζοντα μικρά καΐκια αραγμένα με νησιώτες από τα Δωδεκάνησα αλίευαν σφουγγάρια. Με το γυαλί που το βύθιζαν στο νερό ανίχνευαν τους σπόγγους και με καμάκι που είχε προεκτάσεις με δυνατότητα μέχρι τριάντα μέτρα στο βυθό, καμάκωναν τα σφουγγάρια και τα ανέσερναν στο καΐκι.

 

Τα σφουγγάρια της Πάφου ήταν εξαιρετικής ποιότητας, και γι αυτό κάθε τέλος της Άνοιξης από τα νησιά της Ελλάδας κατέφθαναν μικροί στολίσκοι από καΐκια που τα αλίευαν. Όλη μέρα μέσα στη θάλασσα οι ναυτικοί, και τη νύχτα έξω στην παραλία διανυκτέρευαν σε τσαντίρια που έστηναν και ήταν το σπιτικό τους μέχρι το Φθινόπωρο που τα μάζευαν και αναχωρούσαν.

Η επεξεργασία του χρυσαφιού της θάλασσας -έτσι τα αποκαλούσαν- ήταν σκληρή και επίπονη. Αμέσως μετά την εξαγωγή τους από τη θάλασσα τα ποδοπατούσαν, τα κοπανούσαν, τα ξέπλεναν με θαλασσινό νερό, τα εμβάπτιζαν σε διάλυμα υδροχλωρικού οξέος, και αφαιρούσαν την εξωτερική μεμβράνη και όσα ξένα σώματα

όπως  άμμο πέτρες, από το εσωτερικό τους.

 

Κάθε καλοκαίρι η παραλία στο Δήμμα της Χλώρακας έσφυζε από ζωή. Οι χωριανοί σουλατσάριζαν ανάμεσα στους Καλαμαράδες άλλοι από περιέργεια και άλλοι για να πουλήσουν πραμάτειες, ενώ οι μικροί του χωριού έκαναν θελήματα στους ναυτικούς για να πάρουν μπακσίσι.

Ο Βασίλης με τους φίλους του τον Κορκό και τον Αρέστη είχαν τη δική τους βάρκα δεμένη στον απάνεμο κολπίσκο, και κάθε μέρα πριν χαράξει το φως, την έλυναν και ξανοίγονταν στο πέλαγο να ψαρέψουν. Όταν είχε απανεμιά κωπηλατούσαν, αλλά άμα σήκωνε αεράκι άνοιγαν το πανί και η βάρκα έπλεε όμορφα και αρμένιζε ως τα βαθιά.

Ο Βασίλης από μικρόν παιδί αναγειώθηκε στη θάλασσα και ήξετε πολλά μυστικά της, όμως ήθελε να μάθει περισσότερα. Αυτό το καλοκαίρι νεανίας πλέον, αποφάσισε να μάθει τα μυστικά των σφουγγαράδων. ΄Έτσι με τη βάρκα του και τους φίλους του έπλεε κοντά και τους παρακολουθούσε στενά μαθαίνοντας την τέχνη τους.  

Εκείνη τη μέρα, μια καυτή μέρα που τίποτα κακό ο καιρός δεν προμηνούσε, το αεράκι ελαφρύ και δροσερό φούσκωνε το πανί και με πλώρη τις ξέρες του Φουρφουρή, ξανοίγονταν στα βαθιά. Η θάλασσα ήρεμη με μικρά κυματάκια που τους πιτσίλιζαν τα πρόσωπα, έμοιαζε μια αγκαλιά γεμάτη δροσιά στην κάψα του καλοκαιριού. Το αεράκι σιγά φυσούσε, και δρόσιζε τις καυτερές ηλιαχτίδες.

Έβαλαν σημάδι το πιο μεγάλο καΐκι και κίνησαν κατά εκεί. Ο Βασίλης ανυπόμονος μα και παιχνιδιάρης, σαν αίλουρος σκαρφάλωσε στο κατάρτι θέλοντας από εκεί να αγναντέψει τη θάλασσα και τη στεριά. Οι φίλοι του έντρομοι άρχισαν να του φωνάζουν να κατέβει για να μην μπατάρει η βάρκα.

Μα ο Βασίλης αγέρωχος και άφοβος πάνω στο ψηλό κατάρτι να βαστάζει το σώμα του με τα πόδια σφιγμένα στο ψηλό κατάρτι, αγνάντεψε τα πέρατα της θάλασσας, αγνάντεψε και το μικρό χωριό του που απλωνόταν κτισμένο πέρα στο ψηλό οροπέδιο της στεριάς. Από Βορρά μέχρι Ανατολή, τα πετρόκτισα χαμηλά σπιτάκια απλώνονταν σαν κουκίδες, και στην τέλειωση τους ο Άη Νικόλας έστεκε ολόασπρος ξεχωριστός με το σταυρό στον τρούλλο χωρίς καμπαναριό, καθώς ήταν μικρό αρχαίο ξωκκλήσι που το έκτισαν φτωχοί ναυτικοί της Χλώρακας για να τους προστατεύει από τους κινδύνους των τρικυμιών.

 

Ο Άη Νικόλας θεωρήθηκε προστάτης των ναυτικών όταν μια φορά ταξιδεύοντας για τους Αγίους τόπους και όταν κατά τη διάρκεια του ταξιδιού ξέσπασε θαλασσοταραχή, αυτός προσευχήθηκε και η θάλασσα ηρέμησε. Και όταν ένας ναυτικός γλίστρησε από το κατάρτι και σκοτώθηκε, προσευχήθηκε στο Θεό και ο ναυτικός αναστήθηκε.

 

Η βάρκα τους ήταν κοντά στη στεριά ακόμα, όταν ξαφνικά χωρίς κανένα προμήνυμα, ένα ξαφνικό μπουρίνι ξέσπασε και η θάλασσα αγρίεψε, ο αέρας δυνάμωσε και ο καιρός σκοτείνιασε. Καταιγίδα ξέσπασε, δυνατή βροχόπτωση έπιασε, και αστραπές και κεραυνοί βροντούσαν σαν λαίλαπα και φόβιζαν τους ανθρώπους μέσα στη θάλασσα και έξω στη στεριά.

Οι άνθρωποι έξω στη στεριά με αγωνία παρακολουθούσαν τα καΐκια να σκαμπανεβάζουν στα μεγάλα κύματα, αλλά περισσότερο φοβισμένοι και έντρομοι παρακολουθούσαν τη βάρκα του Βασίλη που καθώς ήταν μικρή, κινδύνευε περισσότερο.

Ο Βασίλης πάνω στο κατάρτι δεν πρόλαβε να κατέβει. Το πανί σκίστηκε από τους δυνατούς ανέμους και τύλιξε το κορμί του πάνω στο κατάρτι και τον έδεσε εκεί, και έμεινε πάνω εκεί εγκλωβισμένος εν μέσω κινδύνων να μπατάρει η βάρκα και να πνιγεί, ή να τον κτυπήσει κάποια αστραπή ή κεραυνός που αυλάκωναν και έσκιζαν τον ουρανό με δυνατό βουητό και υπόκωφο βρόντο.

Οι χωριανοί έξω στη στεριά φοβισμένοι παρακολουθούσαν τον Βασίλη πάνω στο κατάρτι σίγουροι ότι δεν θα την σκαπουλάριζε, και με αγωνία παρακαλούσαν τον Θεό και τον Άη Νικόλα να κάμουν ένα θαύμα.

Ο καιρός νύχτωσε ολότελα και ο βρυχηθμός των κυμάτων σκιαζόταν από τα αστροπελέκια που φώτιζαν τη σκοτεινιά. Ο Βασίλης κρεμασμένος στο κατάρτι μια φαινόταν κάθε που άστραφτε, και μια χανόταν στο σκότος κάθε που έσβηναν οι αστραπές.

 

Όπως ξαφνικά το μπουρίνι άρχισε, έτσι ξαφνικά σε λίγο πέρασε και έφυγε. Η θάλασσα ημέρεψε, αλλά  για λίγο ακόμα απέμεινε το σκοτάδι στον ουρανό με μικρές αστραπές να τον διασχίζουν.

Και οι χωριανοί έξω στη στεριά προσπαθούσαν μέσα στη σκοτεινιά απεγνωσμένα να διακρίνουν τον Βασίλη αν ήταν ακόμα στο κατάρτι, ή αν χάθηκε στη θάλασσα.

Και ώ  του θαύματος, πάνω στο κατάρτι της βάρκας άναυδοι διέκριναν τον Βασίλη να στέκει ακόμα ζωντανός, ζωσμένος με φωτεινά χρώματα, περικλεισμένος με ένα γαλάζιο φως που του έδινε μια απόκοσμη όψη και έμοιαζε σαν Άγγελος στολισμένος με τα χρώματα του Θεού.

Γεμάτοι έκσταση και συγκλωνισμένοι, όλοι γονάτισαν και άρχισαν να κάνουν το σταυρό τους και να προσεύχονται. Ήταν σίγουροι πως ο Άη Νικόλας έκαμε το θαύμα του και τον έκαμε Άγγελο για να μην πνιγεί.

 

Σε λίγο ο ήλιος φάνηκε, ένα γλυκό αεράκι φύσηξε, η θάλασσα γαλήνεψε και η καφτερες ηλιαχτίδες άρχισαν ξανά να καίουν τη γη όπως και πριν.

Η βάρκα του Βασίλη γύρισε το μικρό λιμανάκι, και οι τρεις φίλοι κατέβηκαν στη στεριά σώοι και ασφαλείς. Οι χωριανοί έτρεξαν και αγκάλιασαν τον Βασίλη που παραξενεμένος δεν καταλάβαινε το λόγο γι αυτή τους τη διαχυτικότητα και την ξαφνική τους αγάπη. Πάνω στο κατάρτι σφιγμένος για ζωή και θάνατο, δεν κατάλαβε ότι ο Άη Νικόλας τον εζωσε με τα φωτεινά του χρώματα καθώς ο ίδιος προσευχόταν και τον παρακαλούσε να τον γλιτώσει.

 

Και κουβέντα στη κουβέντα θέλωντας να καταλάβουν τί είχε συμβεί, ένας παλαίμαχος σφουγγαράς από την Κάλυμνο που ήταν δίπλα εκεί, τους πλησίασε και τους εξήγησε το φαινόμενο.

Οι Άγιοι Νικόληδες ή φωτιές του Αγίου Έλμου τους είπε, είναι καιρικά φαινόμενα που προκαλούνται κατά τη διάρκεια συνήθως καταιγίδων όταν ηλεκτρόνια σε ηλεκτρικά πεδία της ατμόσφαιρας αποκτούν αρνητικό φορτίο καθώς αποφορτώνονται και προκαλούν ιονισμό, με αποτέλεσμα αυτά να έλκονται σε αιχμηρές επιφάνειες και να δημιουργούν φωτεινά μπλε και μοβ πεδία που εμφανίζονται σαν φωτιές σε αιχμηρές δομές όπως σε κατάρτια, αλεξικέραυνα, καμπαναριά, φτερά αεροσκαφών, στις άκρες των κεράτων των βοοειδών. Συχνά τις λάμψεις συνοδεύουν σφυρίγματα και βουητά.

Το όνομα Άγιοι Νικολήδες προέρχεται από το γεγονός ότι όταν εμφανίζονται αυτοί οι «δαίμονες», οι ναυτικοί προσεύχονται στον Άγιο Νικόλαο καθώς νομίζουν ότι πρόκειται για τελώνια, δηλαδή δαιμονικά όντα προικισμένα με μεγάλη μεταμορφωτική δύναμη που όπως πιστεύουν οι ναυτικοί, κάθονται πάνω στους ιστούς των πλοίων όταν συναντούν σφοδρές καταιγίδες και τρικυμίες. 

Αυτό λοιπόν είχε συμβεί, και καθώς ο Βασίλης ήταν ψηλά στο κατάρτι, βρέθηκε εντός του πεδίου της ατμόσφαιρας όπου έλαβε χώρα το φυσικό αυτό φαινόμενο.